Arch.Uth Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Arch.Uth UTH.gr English

Η παρούσα μελέτη πραγματοποιείται στην πόλη της Νέας Αγχιάλου και συγκεκριμένα στο οικόπεδο που εντοπίζεται ο κεντρικός αρχαιολογικός χώρος της πόλης.

Η διαχείριση της σχεδιαστικής πρότασης εναποθέτεται σε τρεις άξονες:

στην διαμόρφωση συνολικά της περιοχής παρέμβασης, στην δημιουργία ενός αρχαιολογικού μουσείου και στον σχεδιασμό σε μικρότερη κλίμακα τμημάτων της επέμβασης.

 Όσον αφορά την διαμόρφωση της περιοχής προτείνεται η κατάτμηση της και ο προσδιορισμός νέων χρήσεων σε αυτή, ο ανασχεδιασμός υπαρχόντων καθώς και η δημιουργία δικτύων που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πεζών για προσπέλαση του οικοπέδου, επίσκεψη των χρήσεων που φιλοξενούνται και περιήγηση μέσα στην περιοχή.

 Η μελέτη του αρχαιολογικού μουσείου στόχο έχει την οργάνωση, διαφύλαξη και συντήρηση των ευρημάτων καθώς και την ολοκληρωμένη πληροφόρηση των επισκεπτών. 

 Ο σχεδιασμός σε μικρότερη κλίμακα αφορά τον φέροντα οργανισμό του μουσείου καθώς και τον φορέα των προτεινόμενων δικτύων.

Βασικός στόχος είναι η περιοχή παρέμβασης να λειτουργεί στο σύνολο της ως ένα πάρκο που θα προσφέρει τόσο στους επισκέπτες όσο και στους κατοίκους της περιοχής το τρίπτυχο αναψυχή –επιμόρφωση – πολιτισμός.

Κύριο μέλημα είναι η εναρμόνιση του κατασκευαστικού περιβάλλοντος με το φυσικό. Οι χαράξεις, η μορφή και η δομή των παρεμβάσεων να εξασφαλίζουν την συνοχή του συνόλου.

Επιβλέποντες: Βροντίση Μαρία, Αντονάς Αριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 253

 

 Εδώ και χιλιάδες χρόνια, δημόσιος χώρος και κτισμένο συνυπάρχουν και διαμορφώνουν μια ενιαία ολότητα. Η καθημερινή κίνηση του ανθρώπου, μέσα στην πόλη είναι άμεσα συνδεδεμένη με εναλλαγές και διαδοχές φυσικών εμπειριών και τοπίων που συνιστούν το αστικό περιβάλλον. Οι εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, που ικανοποιούσαν την ανάγκη για συλλογικότητα και συναναστροφή, «στεγάστηκαν» στον δημόσιο χώρο των πλατειών-πάρκων. Η πλατεία μετατράπηκε ,πέρα από ένα σημείο χωρικού δικτύου, σε ένα βασικό στοιχείο του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού δικτύου του αστικού περιβάλλοντος.
 Παράλληλα ο σιδηρόδρομος από τον 19ο αιώνα ,σε κοινή εξέλιξη με την έξαρση της βιομηχανίας, κατέληξε να είναι το δημοφιλέστερο δημόσιο μέσο μεταφοράς, καθιστώντας τους σιδηροδρομικούς σταθμούς να φέρουν το ρόλο της «αστικής πύλης», τόπων συνάθροισης, συναισθηματικής φόρτισης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις να ενσωματώνει το ναρκισσισμό της πόλης για προβολή. Συγκροτεί έναν από τους πλέον σημαντικούς αστικούς χώρους κοινοτικής δραστηριότητας που συνήθως πλαισιώνεται από πολυχρηστικούς δημόσιους χώρους. Η εξέλιξη του σιδηρόδρομου και αντίστοιχα των δομημένων χώρων του φαίνεται να έχει μείνει στάσιμη στην Ελλάδα καθώς το δίκτυο των ελληνικών σιδηροδρόμων χρίζει εκσυγχρόνισης. Yπάρχει ανάγκη για στέγαση περισσότερων λειτουργιών σε σχέση με τους παλαιότερους σταθμούς
 Η σημερινή κοινωνία γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή ως μετακίνηση, ως μετάδοση διαρκώς εναλλασσόμενης πληροφορίας και μεταφράζεται σε μια διαρκή κίνηση. Έννοιες της ρευστότητας, του δυναμικού χαρακτήρα εισάγονται στην αρχιτεκτονική.
 Η μελέτη που παρουσιάζεται προτείνει ρέουσες μορφές. Εμπνευστές των μορφών της πρότασης είναι τα υπάρχοντα μορφολογικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου χώρου αλλά και η προσπάθεια εγγραφής της κινητικότητας του μέσου και των εννοιών που το ακολουθούν. Σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό όλα κινούνται. Οι επιβάτες, οι εργαζόμενοι, τα εμπορεύματα, το ίδιο το τρένο... Κύριος εκφραστής αυτής της ενσωμάτωσης καθίστανται ο κύκλος, η καμπύλη, η έλλειψη. Σχήματα που επιχειρούν να αναπαραστήσουν και να περιγράψουν κίνηση. Το δευτερεύον σύστημα σχεδιασμού αφορά κάθετες χαράξεις-διαδρομές τις οποίες υποβάλλει ένας περιοδικός ρυθμός στο σχεδιασμό της κάτοψης που βασίζεται στις φυγές που ορίζει ο πολεοδομικός ιστός.
 Εξετάζοντας το ρόλο που παίζει ένας σιδηροδρομικός σταθμός για μια πόλη, διαπιστώνουμε την ανάγκη να αποτελεί ένα μητροπολιτικό κέντρο που να μπορεί να παραλαμβάνει και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στον αριθμό των επιβατών, όπως αυτά μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου. Όμως ένας σταθμός, με την έννοια της αστικής πύλης δεν μπορεί παρά να πλαισιώνεται από ποικίλες λειτουργίες άλλα και από δημόσιο σημαίνοντα κοινόχρηστο χώρο. Προτείνεται , λοιπόν, ένα δίκτυο από πορείες, προσβάσεις και συλλογικούς χώρους-κόμβους. Ένα δίκτυο που καλείται να οργανώσει εύκολες και γρήγορες μεταβάσεις, συνδέσεις και οπτικές φυγές προς και από τον περιβάλλων αστικό ιστό, καθώς και η δημιουργία πολυλειτουργικών κέντρων, σημείων αναφοράς και κοινωνικής συνάθροισης.
 Η μελέτη εντοπίζεται στην πόλη της Πάτρας, κομβικό σημείο της χώρας για το εμπόριο και την επικοινωνία με την Ιταλία και την Ευρωπαϊκή Δύση. Είναι ένα αστικό κέντρο υπερτοπικής κλίμακας . Πραγματεύεται την ενεργοποίηση μιας εγκαταλελειμμένης περιοχής της Πάτρας, το παλιό μηχανοστάσιο του ΟΣΕ που σήμερα αποτελεί ένα φράγμα-όριο στη σύνδεση της παραλιακής ζώνης με την πόλη, μια περιοχή κομβική και εισαγωγική για την πόλη. Η περιοχή του Αγ.Διονυσίου υπήρξε αφετηρία για τις διαδρομές του πρώτου ηλεκτροκίνητου τραμ στην Ελλάδα. Τα υπολείμματα των γραμμών όπως και άχρηστα βαγόνια υπάρχουν σήμερα στην περιοχή μελέτης. Στα σχέδια εκσυγχρονισμού του ΟΣΕ προβλέπεται για την περιοχή μελέτης υπόγεια χάραξη η οποία θα διέρχεται κάτω από τη σημερινή όδευση της υφιστάμενης σιδηροδρομικής γραμμής και δημιουργία σύγχρονου επιβατηγού σταθμού.
 Η πρόταση ανάπλασης της συγκεκριμένης μελέτης με αφετηρία τη διακήρυξη του οσε για υπογειοποίηση της γραμμής, τοποθετεί την κίνηση του τρένου υπόγεια, την είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού αντιδιαμετρικά από το σταθμό υποδοχής του λιμένα μέσα στο έδαφος έχοντας μία όψη στον αστικό χώρο, προσφέροντας άμεση πρόσβαση από την κεντρική αρτηρία της Σε συνέχεια των χαράξεων του σταθμού ανεβαίνοντας επίπεδο συναντάται ένα εστιατόριο και ένας υπαίθριος χώρος ,ορισμένος από παράπλευρα τοιχεία, ο οποίος προτείνεται να φιλοξενεί χρήσεις ελευθέρου εμπορίου και μεταλλικά περίπτερα για την προσωρινή στέγαση των εμπόρων. Κάθετα σε αυτά προτείνεται η δημιουργία μονάδας διανυκτέρευσης. Όλα αυτά τα κτίρια καλύπτονται επιδερμικά με ένα σύστημα οριζόντιων περσίδων. Επίσης προβλέπεται ένα ανοιχτό μέτωπο-πλατεία με γυάλινα καθίσματα με «σχισμές» στο έδαφος προσφέροντας άπλετο φυσικό φως στο σταθμό.
 Από την άλλη πλευρά του χώρου υπάρχει ένα δενδροφυτεμένο επίπεδο ως σημείο στάσης, ένα αναψυκτήριο σε οριζόντιο άξονα με το ναό του Αγ.Διονυσίου και ένα επίπεδο στο οποίο εκτίθενται δυο ατμάμαξες. Επιπροσθέτως προτείνεται η δημιουργία ενός αμφιθεάτρου και μιας στοάς η οποία στεγάζεται από μια περιοχή τεχνητού στρώματος νερού. Προτείνεται η επανάχρηση παλαιών βαγονιών φιλοξενώντας εμπορική χρήση καθώς και η δημιουργία μιας γέφυρας υπό μορφή ράμπας ελλειψοειδούς κάτοψης συνδέοντας την περιοχή μελέτης με το χώρο του λιμένα. Τέλος προβλέπεται η δημιουργία πολλών χώρων πρασίνου οργανωμένων σε παρτέρια.
 Σκοπός είναι η αναβάθμιση της ποιότητας της αστικής ζωής, η εξασφάλιση διακεκριμένων αξόνων κυκλοφορίας και η διασπορά τους μέσα στο χώρο της περιοχής, η κινητική αλλά και οπτική προσπελασιμότητα στα σημεία εισόδου και εξόδου με εργαλείο έναν ανθρωποκεντρικό σχεδιασμό με μορφές που ενσωματώνουν το σύγχρονο τρόπο ζωής. Μορφές που μεταφράζουν σε εικόνα την κίνηση, την μεταφορά, τη μετάβαση. Στοχεύει επίσης τη δημιουργία διαφορετικών σκηνικών, του στοιχείου της περιπλάνησης και να εκφράσει την πρόθεση δημιουργίας μιας πόλης που αναφέρεται στους κατοίκους της.

Επιβλέπων: Τριανταφυλλίδης Γεώργιος

Αριθμός Αναφοράς: 270

 

  Στα πλαίσια αυτής της διπλωματικής εργασίας επιλέγεται ως περιοχή επέμβασης ένα υπέργειο χωρικό διάστημα της σιδηροδρομικής διαδρομής ΑΘΗΝΑΣ- ΘΕΣ/ΚΗΣ. Η Γέφυρα του Γοργοποτάμου.
  Η γέφυρα έχει 211 μέτρα μήκος και 30 ύψος. Ενώνει τις δύο πλαγιές της Οίτης και περνά πάνω από των ποταμό Γοργοπόταμο. Απέχει 8 χιλιόμετρα από τη Λαμία και γειτνιάζει με τον ομώνυμο οικισμό.
  Πέρα από την ιδιαίτερη γεωμορφολογία της περιοχής της οποίας οι πηγές αποτελούν έναν σημαντικό υδροβιότοπο, το πεδίο της Γέφυρας του Γοργοποτάμου αποτελεί και ένα τοπίο μνήμης της νεότερης ιστορίας.
  Η κατασκευή της αρχικής γέφυρας τελείωσε το 1905. Κατά τη διάρκεια όμως του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου ανατινάχθηκε τρεις φορές. Η ανατίναξή της από ενωμένες τις αντιστασιακές δυνάμεις των Ε.Α.Μ και Ε.Δ.Ε.Σ έγινε στις 25 Νοεμβρίου του 1942. Το 1982 καθιερώνεται επίσημος εορτασμός της ελληνικής εθνικής αντίστασης η ημερομηνία ανατίναξης της Γέφυρας.
  Πρόκειται λοιπόν για ένα τοπίο που εμπλέκει το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον και την ιστορική μνήμη με τη δυναμική ενός τόπου παραγωγής.
  Η επέμβαση περιλαμβάνει ένα δίκτυο ιστορικής έρευνας, καλλιέργειας και κατοίκησης στη νότια όχθη της γέφυρας και ένα κέντρο έρευνας και παραγωγής βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας στη βόρεια όχθη. Δημιουργούνται έτσι δύο πόλοι οι οποίοι αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοσχετίζονται. Οι επεμβάσεις ενώνονται μεταξύ τους με μια αναρτημένη μεταλλική πεζογέφυρα και αγκυρώνονται στο τοπίο μέσα από δίκτυα διαδρομών και χρήσεων. Η γέφυρα αποτελεί τόσο το υπόβαθρο στο οποίο δρα η μνήμη όσο και το υπόβαθρο κίνησης του τρένου για την τροφοδότηση της επέμβασης.
  Πρόθεσή μας είναι η εγκατάσταση αυτή να αποτελεί μια νησίδα αυτάρκειας στην οποία οι κάτοικοί της μέσα από τη διαμονή, την έρευνα και τη συμμετοχή τους σε αυτό το τοπίο παραγωγής θα έχουν τη δυνατότητα να ζουν στο τοπίο της μνήμης και να ζουν από αυτό.

Επιβλέποντες: Κοτιώνης Ζήσης, Κουζούπη Ασπασία

Αριθμός Αναφοράς: 292

 

 Η παρούσα διπλωματική εργασία είναι μια μελέτη πάνω στο αστικό μέτωπο της Οδού Πειραιώς και αφορά την δημιουργία τεσσάρων δημόσιων χώρων σε διαδοχικά σημεία της (Φάληρο, Μοσχάτο, Ταύρος, Γκάζι). Η Οδός Πειραιώς αποτελεί την κύρια οδική σύνδεση μεταξύ του κέντρου της Αθήνας και του λιμανιού του Πειραιά, καθώς ήδη από την αρχαιότητα ένωνε το Αθηναϊκό Άστυ με το Επίνειο του, περιβαλλόταν δε από τα Μακρά Τείχη, ισχυροποιώντας έτσι την έννοια του ως αδιάρρηκτου οδικού άξονα στην πάροδο των χρόνων.
 Στην νεότερη εξέλιξη του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας η Οδός μετατρέπεται σε ένα βιομηχανικό και βιοτεχνικό άξονα, φιλοξενώντας πλήθος από εργοστάσια και αποθήκες στις δυο πλευρές του, ενώ εκατέρωθεν του δρόμου αναπτύσσονται αστικές γειτονιές διαφορετικού χαρακτήρα. Η ποικιλομορφία του αστικού τοπίου γύρω από την Οδό Πειραιώς αντανακλάται σε μια πληθώρα εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων στα διάφορα σημεία της: στο ξεκίνημα της στον Πειραιά λαμβάνει χώρα το ομώνυμο παζάρι, στην περιοχή απέναντι από την Τεχνόπολη κάθε Κυριακή δραστηριοποιούνται σε μια υπαίθρια αγορά οι ρακοσυλλέκτες της Αθήνας, ενώ ενδιάμεσα μια σειρά από εμπορικά κέντρα, βιοτεχνίες, κτίρια γραφείων, χώροι πολιτισμού και συνοικίες οργανωμένης δόμησης, δίνουν τη σύγχρονη εικόνα του οδικού άξονα.
 Εκμεταλλευόμενοι το πλήθος των δραστηριοτήτων ανά περιοχή, οι χώροι αυτοί έχουν διπλή υπόσταση: αφενός πρόκειται για περάσματα (γέφυρες πεζών) καθώς τα σημεία επέμβασης είναι κομβικής σημασίας για την κυκλοφορία επί της Οδού Πειραιώς, ενώ αφετέρου αποτελούν χώρους φιλοξενίας των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα ανά περιοχή. Ειδικότερα, πρόκειται για ένα σύνολο ανοικτών και στεγασμένων χώρων, κιονοστοιχιών, περίκλειστων αυλών και κλιμάκων, που δημιουργούν συνθήκες μικρών προστατευμένων γειτονιών για τους μελλοντικούς χρήστες των χώρων. Σε κάθε σημείο οι κατασκευές αποτελούν ένα είδος κάθετου «τείχους» στο δρόμο, μια αντίστιξη στην υπόμνηση των αρχαίων Μακρών Τειχών, που όμως δεν αποκλείει ή διαχωρίζει, αλλά πλέον ενώνει τις απέναντι περιοχές και διευκολύνει τη μετάβαση των κατοίκων, διασπώντας το ενιαίο και συμπαγές μέτωπο του δρόμου.
Στο Φάληρο η εγκατάσταση προτείνει τη φιλοξενία μέρους του κυριακάτικου παζαριού, στο Μοσχάτο τη λειτουργία μιας υπαίθριας αγοράς προϊόντων σε συνδυασμό με την κοντινή λαχαναγορά, στον Ταύρο ένα χώρο συνάντησης και ανταλλαγής παλαιών αντικειμένων για τους κατοίκους, ενώ στο Γκάζι τη δημιουργία μιας νέας μικρής πλατείας για το σωματείο των ρακοσυλλεκτών. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη μεγάλων ανοικτών χώρων και μονάχα των απαραίτητων κλειστών κτιριακών υποδομών, διευκολύνει την οικειοποίηση των επεμβάσεων από τους χρήστες τους, με βάση τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες τους.
Στα πλαίσια της έρευνας της διπλωματικής εργασίας, διεξήχθη διαδοχικά η φωτογραφική αποτύπωση της Οδού Πειραιώς και των παράπλευρων γειτονιών, η πολεοδομική ανάλυση των επιμέρους σημείων επέμβασης και τελικά η δημιουργία μιας σειράς σκίτσων, σχεδίων, μακετών και απεικονίσεων των προτεινόμενων κατασκευών, που αποδίδουν τη φιλοσοφία της επέμβασης συνολικά.

Επιβλέπουσα: Τροβά Βάσω

Αριθμός Αναφοράς: 294

 

Τοποθεσία:

Η τοποθεσία του γυμνασίου είναι στον Άναυρο του Βόλου, κάτω από το λόφο της Γορίτσας. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται συγκεντρωμένα και άλλα σχολικά συγκροτήματα και όπως και στην Γ. Δήμου η περιοχή αποτελεί βασικό εκπαιδευτικό κέντρο για την πόλη. Το οικόπεδο βρίσκεται στις οδούς Απόλλωνος, Περσέος,  Σειρήνων και Ορμηνίου. Συνορεύει από τα Νοτιοδυτικά με το Αθλητικό Κέντρο της περιοχής, με την Απόλλωνος, και με κατοικίες στις άλλες όψεις, ενώ η Περσέος και η Σειρήνων δεν παραλαμβάνουν κινήσεις οχημάτων καθώς είναι βοηθητικές οδοί για τα οχήματα των απέναντι κατοικιών. Στη θέση αυτή βρίσκεται ήδη το 2ο Γυμνάσιο του Βόλου και η μελέτη αποτελεί ανακατασκευή του προϋπάρχοντος σχολικού κτιρίου. Στη θέση αυτή μελετάμε ένα 12θέσιο Γυμνάσιο 360 μαθητών, προβλέπονται δηλαδή 30 μαθητές για κάθε αίθουσα. Η κατασκευή ακολουθεί το κτιριολογικό πρόγραμμα του οργανισμού σχολικών κτιρίων.

Βασικοί στόχοι:

Ο σκοπός ήταν να αποφευχθούν κάποιοiσκόπελοι που συναντάμε συχνά σε σχολικά κτίρια και είναι στοιχεία δυσάρεστα για τους μαθητές όπως το μοντέλο του σχολείου ‘φυλακή’ όπου το κτίριο οργανώνεται με στόχο την έντονη επίβλεψη των μαθητών . Άλλος στόχος ήταν να δημιουργηθεί μία προστασία του ιδιωτικού χώρου από τον δημόσιο χωρίς μεγάλη χρήση των ψηλών καγκέλων που συναντάμε σχεδόν σε όλα τα σχολεία. Επίσης βασικός άξονας υπήρξε και η ελεύθερη διάταξη των χώρων διδασκαλίας ώστε να αποφευχθεί η αίσθηση του ‘ξενοδοχείου’, αλλά και η ελεύθερη κίνηση των μαθητών στους χώρους του σχολείου. Το προαύλιο καθώς είναι σαφώς πολύ σημαντικό στοιχείο στην καθημερινότητα των μαθητών, είναι συγχρόνως χώρος παιχνιδιού αλλά και κοινωνικής συναναστροφής, θα πρέπει να έχει έναν πρώτο ρόλο στην διαμόρφωση της διάταξης του σχολείου. Σκοπός ήταν η έννοια του προαυλίου να μην είναι αυστηρά καθορισμένη σε έναν πολύ συγκεκριμένο χώρο ώστε ο μαθητής να μην έχει την αίσθηση του περιορισμού αλλά και να δημιουργηθούν πολλαπλοί χώροι κοινωνικοποίησης όπου ο μαθητής θα μπορεί να βρει τη δική γωνιά αλλά και που δε θα έχουν σε μεγάλο βαθμό την αδιάκοπη επίβλεψη των καθηγητών.

Κεντρική Ιδέα και εξέλιξη:

Με αυτούς τους βασικούς άξονες αναζητήσαμε μία δομή που να μπορεί να μας δώσει ένα μοντέλο που να ικανοποιεί τις παραπάνω απαιτήσεις. Έτσι προέκυψε η ιδέα μιας πτύχωσης που αναδιπλώνεται στο χώρο η οποία σε ένα βαθμό διαμορφώθηκε με βάση τις ‘καταστάσεις ιδιωτικότητας’ που δημιουργούσε. Από την πτύχωση αυτή κρατήσαμε μερικά μόνο κομμάτια με βάση τις κινήσεις που δημιουργούνταν και με σκοπό να προκύψουν κάποιες οπτικές φυγές σε σημεία ενδιαφέροντος. Οι κτιριακοί όγκοι οργανώνονται γύρω και πάνω σε αυτή την πτύχωση και οι κατόψεις τους διαμορφώνονται από δύο βασικούς άξονες που σχετίζονται με τη σχέση του οικοπέδου με τον κεντρικό δρόμο και το αθλητικό κέντρο αντίστοιχα. Ο παρατηρητής μπορεί να περπατήσει και να αντιληφθεί στο σύνολο την κατάσταση αυτή που προκύπτει από τις εσοχές και τις προεξοχές της πτύχωσης καθώς οι όγκοι ενοποιούνται από ένα κοινό, ευανάγνωστο στοιχείο που είναι κάποιες γεφυρώσεις. Για να εξυπηρετηθεί ο αρχικός στόχος για μία ελεύθερη κίνηση από και προς τις σχολικές αίθουσες, η πρόσβαση στις αίθουσες διδασκαλίας γίνεται εξωτερικά και ανεξάρτητα για την κάθε αίθουσα. Από τον τρόπο που είναι οργανωμένοι οι κύριοι κτιριακοί όγκοι προκύπτουν τέσσερις προαυλιακοί χώροι που γίνονται πιο διακριτοί μέσα από μικρές υψομετρικές διαφορές και χρήση διαφορετικού υλικού. Σκοπός για τoσχηματισμό πολλαπλών προαυλιακών χώρων είναι ο μαθητής να βρίσκει διαφορετικούς χώρους κοινωνικοποίησης, με διαφορετική ταυτότητα η κάθε γωνιά και που πιθανόν θα συσχετιστούν με τις αίθουσες στις οποίες διδάσκεται η κάθε τάξη.

Επιβλέπων: Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος

Αριθμός Αναφοράς: 295

 

  Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας είναι να διερευνηθεί και να ενισχυθεί μέσα από το σχεδιασμό η σχέση του ανθρώπου με αναπηρία τόσο με το κοινωνικό όσο και με το φυσικό περιβάλλον. Η αφετηρία της σύνθεσης συνοψίζεται στην έννοια της συνύπαρξης φυσικού και τεχνητού περιβάλλοντος, παλιού και καινούριου. Κατ’ επέκταση, η σχέση του χώρου διαβίωσης με τη φύση και η σχέση του ανθρώπου με τη φύση είναι δύο παράμετροι που αποτελούν και σχεδιαστική πρόθεση, ώστε το άτομο με αναπηρία να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με το φυσικό περιβάλλον, που αποτελεί πηγή αρμονίας και ισορροπίας. Σχεδιαστικοί στόχοι της διπλωματικής εργασίας, πέρα από τη λειτουργικότητα, την ελκυστικότητα της αρχιτεκτονικής πρότασης και την ευελιξία, είναι η συσχέτιση της κατοικίας με το περιβάλλον, δηλαδή η συνύπαρξη φυσικού και τεχνητού, παλιού και καινούριου, καθώς και η εύκολη πρόσβαση και εξυπηρέτηση του ατόμου με κινητική δυσκολία. Οι αρχικές γεωμετρικές χαράξεις της σύνθεσης υπαγορεύονται από τα υπάρχοντα στοιχεία, που καθορίζουν τη φυσιολογία του οικοπέδου, όπως τα όρια του οικοπέδου, τα υπάρχοντα αρχιτεκτονικά στοιχεία στο χώρο, όπως οι παλιοί πέτρινοι τοίχοι, καθώς και η διατήρηση της υπάρχουσας φύτευσης. Σε δεύτερο επίπεδο, ακολουθούν οι γεωμετρικές χαράξεις που υπαγορεύουν την οργάνωση του χώρου και την οριοθέτηση των μεταβατικών χώρων. Οι χαράξεις διαμορφώνονται έτσι ώστε να τονιστεί ο πυρήνας της σύνθεσης, που είναι ο κεντρικός μεταβατικός χώρος. Το κτίριο βασίζεται σε μια συνθετική δομή, με εσωτερική δυναμική που προκύπτει από τη συνδυαστική των αρχιτεκτονικών όγκων, των υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων και των αξόνων διέλευσης. Ιδιαίτερη έμφαση στη συνολική σύνθεση δίνεται στην ποιότητα των υπαίθριων χώρων που ορίζονται από τη  κτιριακή μάζα, καθώς και στην ποικιλία του μικροπεριβάλλοντος που ορίζουν οι ενότητες αυτές.

Επιβλέπων: Μανωλίδης Κωνσταντίνος

Αριθμός Αναφοράς: 255

 

 Η εργασία αυτή ονομάζεται "Διάλογος με το λόφο, μία διαδρομή βύθισης και ανάδυσης προς το φρούριο Καράμπαμπα Χαλκίδας". Ο τόπος με τον οποίο ασχοληθήκαμε βρίσκεται στην Βοιωτική πλευρά της πόλης της Χαλκίδας. Πρόκειται για τον λόφο Καράμπαμπα, ένα ύψωμα από πόλης όσο και των δύο Ευβοϊκών κόλπων.

 Στην κορυφή αυτού του λόφου βρίσκεται το λεγόμενο "Φρούριο του Καράμπαμπα". Το φρούριο αυτό σχεδιάστηκε από τον Ενετό Γερόλυμο Γκαλότο για λογαριασμό των Οθωμανών κατά τη διάρκεια του Ενετοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε το 1684 και πιθανότατα κατά την εποχή που ο Βενετσιάνικος στόλος υπό την αρχηγεία του Μοροζίνι ετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Χαλκίδα.

 Η τοποθεσία της εργασίας μας έχει μεγάλο ενδιαφέρον σήμερα καθώς από τη μία βρίσκεται σε άμεση επαφή με το στενό του Ευρίπου και την κινητή γέφυρα της Χαλκίδας. Με άλλα λόγια αποτελεί μία πύλη εισόδου στην πόλη της Χαλκίδας. Επίσης το φρούριο στην κορυφή του λόφου δίνει μία ευκαιρία παρατήρησης του τοπίου από ψηλά και αποτελεί προσφιλή τόπο για περιήγηση και για διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.

 Αρχική μας πρόθεση ήταν ο σχεδιασμός μιας διαδρομής που θα συνέδεε τον σιδηροδρομικό σταθμό με το φρούριο στο λόφο. Αφορμή για μία τέτοια κίνηση ήταν η διαπίστωση της απουσίας μιας σηματοδοτημένης περιπατητικής διαδρομής προς το φρούριο καθώς η κίνηση προς αυτό σήμερα γίνεται κυρίως με χρήση αυτοκινήτου. Εκτός αυτού μία τέτοια διαδρομή θα έδινε την ευκαιρία να διαπραγματευτεί κάποιος το ενδιαφέρον ανάγλυφο της περιοχής, τη θέα, καθώς και τη σχέση με τη θάλασσα.

 Το κύριο στοιχείο που μας κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν η ευκαιρία θέασης του τοπίου από πολλαπλές οπτικές που προσφέρει ο λόφος και κυρίως το φρούριο στην κορυφή του. Με μια γρήγορη ματιά στην ιστορία του φρουρίου καθώς και στην τοποθέτησή του μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αυτό σχεδιάστηκε να λειτουργεί ως ένα εργαλείο θέασης.

Επιβλέποντες: Κοτιώνης Ζήσης, Κουζούπη Ασπασία

Αριθμός Αναφοράς: 271

 

Στα πλαίσια της διπλωματικής προχωρήσαμε στον επανασχεδιασμό του κτιρίου που φιλοξενεί τη καφετέρια και σε μια σειρά από παρεμβάσεις στο γενικότερο χώρο του χιονοδρομικού κέντρου στις Αγριόλευκες Πηλίου. Η επιλογή του θέματος της διπλωματικής μου έγινε μετά από μια περιπλάνηση μου στην περιοχή. Στη συνέχεια, έγινε αναγνώριση της ώστε να ενταχθεί μορφολογικά και εννοιολογικά το νέο κτίριο στο υπάρχον φυσικό περιβάλλον.
Το χιονοδρομικό βρίσκεται σε μέσα σε ένα δάσος από Αγριόλευκες από τις οποίες έχει πάρει και το όνομα του. Για τη δημιουργία του χιονοδρομικού έχουν δημιουργηθεί δρόμοι , δηλαδή έχουν αφαιρεθεί λωρίδες από τη φυσική δεντροφύτευση του. Αυτές οι λωρίδες θα μπορούσαμε να τις θεωρήσουμε σαν μια συνέχεια που ξεκινά από το δρόμο που ενώνει το χιονοδρομικό με τον επαρχιακό δίκτυο και στη συνέχεια μετεξελίσσεται στις ίδιες τις πίστες του ski.
Το κτίριο κρατώντας σαν κύριο στοιχείο του την λωρίδα δημιουργείτε από την αναδίπλωση της στο χώρο. Η βάση της αναδίπλωσης-κτίριο αποτελεί την συνέχεια του δρόμου και την σύνδεση της λωρίδας του βουνού με τη λωρίδα του κτιρίου, αποτελεί μια μετάβαση από το έξω στο μέσα. Οδηγεί τον επισκέπτη στο εσωτερικό της για να του δώσει πάλι την οπτική επαφή με το βουνό.
Το κτίριο λειτουργεί σαν ένα παρατηρητήριο. Οι όγκοι είναι στραμμένοι προς τις πίστες του ski ενώ ταυτόχρονα προσφέρουν θέα στη θάλασσα του Παγασητικού. Ο κάθε όγκος είναι στραμμένος με διαφορετική γωνία. Ο χώρος που βρίσκεται το κυρίως μπαρ έχει οπτική επαφή με τη πίστα πυλώνες και με τη πίστα των αρχαρίων. Ο χώρος που βρίσκεται το δεύτερο μπαρ, στο τελευταίο όροφο του κτιρίου έχει θέα το Παγασητικό από τη μια πλευρά και τη πίστα των αρχαρίων και περιορισμένη όραση στη πίστα Θέτις.
Στο κτίριο δεν υπάρχουν τοίχοι εκτός από αυτούς που δημιουργούνται από την ίδια την αναδίπλωση. Όλα τα χωρίσματα που απαιτούνται για τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου (τουαλέτες, χώρος αποθήκευσης κτλ.) αποτελούνται από διαφορετικά υλικά και δε φτάνουν το μέγιστο ύψος του ορόφου για να μην διακόπτουν την συνέχεια της αναδίπλωσης. Ο ανελκυστήρας αποτελεί ένα ξεχωριστό όγκο που συνδέετε με το κτίριο με γέφυρες.

Επιβλέπων: Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος

Αριθμός Αναφοράς: 308