Το μάθημα έχει στόχο να εξοικειώσει τις/τους φοιτήτριες/φοιτητές με εναλλακτικά παραδείγματα γνώσης και πρακτικών σχεδιασμού του χώρου και εναλλακτικούς τρόπους άσκησης του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, τα οποία αναδύονται μέσα από τις κοινωνικές, παραγωγικές και πολιτικές συνθήκες/αντιφάσεις σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Θα αναλυθούν κυρίως παραδείγματα από τον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο Νότο ώστε να γίνουν κατανοητές οι ασύμμετρες σχέσεις πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής επιρροής και ηγεμονίας που καθορίζουν τις διαφορές και στην αρχιτεκτονική παραγωγή ανάμεσα σε αυτό που καλούμε Παγκόσμιο Βορρά και Νότο. Σε θεωρητικό επίπεδο θα εστιάσουμε σε κείμενα γύρω από την έννοια της ηγεμονίας (Gramsci), περί των Επιστημολογιών του Νότου (BoaventuradeSousaSantosκ.α.) αλλά και στο θεωρητικό πεδίο το οποίο ορίζεται ως Αποαποικιακότητα (Decoloniality) (Quijanoκ.α.).
Τα τελευταία χρόνια έχει ανανεωθεί το ενδιαφέρον πολλών αρχιτεκτόνων διεθνώς, παράλληλα με πλήθος ακτιβιστικών δράσεων, γύρω από το σχηματισμό εναλλακτικών πρακτικών σχεδιασμού του χώρου έξω από το πλαίσιο της αγοράς ακινήτων.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλές χώρες της Ευρώπης και του κόσμου η καθημερινή ζωή επηρεάζεται ριζικά από ιδιαίτερα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα. Η εκτεταμένη ανεργία, η μετακίνηση μεγάλων μαζών του πληθυσμού προς αναζήτηση καλύτερης ζωής ή την αποφυγή καταστροφών και του πολέμου, η πρωτοφανής αύξηση της φτώχιας, είναι προβλήματα τα οποία προκαλούνται σε μεγάλο βαθμό από την απώλεια των κοινόχρηστων αγαθών, απώλεια που έχει επιβάλει η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος οργάνωσης της ζωής σε παγκόσμια κλίμακα.
Στην αρχιτεκτονική αυτοί οι κλιμακούμενοι μετασχηματισμοί των τελευταίων 40 χρόνων εκφράστηκαν με την ανάδειξη και την ηγεμονία ενός μικρού αριθμού μεγάλων αρχιτεκτονικών γραφείων, των οποίων ηγούνται ιδιαίτερα προβεβλημένοι αρχιτέκτονες, οι οποίοι έχουν γεννηθεί και έχουν ως βάση τους χώρες του δυτικού κόσμου, δηλαδή χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Το έργο τους είναι τεράστιας κλίμακας, έχει κτιστεί, χρηματοδοτούμενο αδρά, σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη. Παράλληλα με την ανάδειξη αυτής της ελίτ, συντελέστηκε η σταδιακή συρρίκνωση του μικρού ‘ανώνυμου’ ελεύθερου επαγγέλματος ή των παραδοσιακών τρόπων παραγωγής κτισμάτων. Η επικράτηση αυτού του παραδείγματος παγκοσμιοποιημένης αρχιτεκτονικής έχει ως αποτέλεσμα να γνωρίζουμε ελάχιστα τους τρόπους που αρχιτέκτονες ή μη αρχιτέκτονες παράγουν το χώρο στον παγκόσμιο Νότο. Η σταδιακή δε εξαφάνιση του ανεξάρτητου αρχιτεκτονικού επαγγέλματος προκαλεί και την εξαφάνιση των μικροβιοτεχνιών κατασκευής, την εξαφάνιση των παραδοσιακών τεχνών και των εξειδικευμένων τεχνιτών. Οι τελευταίοι είναι μέρη ενός τρόπου παραγωγής αντικειμένων και κτισμάτων, ο οποίος παρέχει κατασκευαστική αυτάρκεια σε τοπικό επίπεδο στα πλαίσια μικρότερων κοινοτήτων ενώ εξασφαλίζει τη διασπορά της τεχνικής γνώσης σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Ο παραγωγικός αυτός ‘χώρος’ έχει καταληφθεί από την προηγούμενη ομάδα των πολυεθνικών γραφείων-επιχειρήσεων με διάφορους τρόπους, διαδικασία που έχει υποστηριχθεί συστηματικά από την παγκοσμιοποιημένη οικοδομική βιομηχανία. Τέτοιες μεταβολές δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο που αφορά μόνο την παραγωγή του χώρου αλλά είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης συνολικά της παραγωγής σε ολοένα και μικρότερο αριθμό μονάδων στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Οι μετασχηματισμοί του επαγγέλματος, η επίσημη μορφή που έλαβαν οι τρόποι λήψης αποφάσεων για την τύχη του χώρου σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα, στις δυτικές κοινωνίες, υποστηρίζονται από ένα πλέγμα μεταβαλλόμενων θεσμών (και αυτοί υπό μετασχηματισμό), το οποίο συνοψίζεται ως εξής: από τους συλλογικούς φορείς δράσης, επιστημονικής και επαγγελματικής ανταλλαγής και λήψης αποφάσεων, τους οποίους ανέδειξε ο 20ος αιώνας και οι δομές του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας (CIAM, Διεθνής Ένωση Αρχιτεκτόνων, Ηνωμένα Έθνη, τοπικοί επαγγελματικοί σύλλογοι και επιμελητήρια) περάσαμε στους θεσμούς της ελεύθερης αγοράς οι οποίοι λειτουργούν αποκλειστικά με βάση τα εμπορικά συμφέροντα και τη μεγιστοποίηση του οικονομικού κέρδους (MIPIM, βραβείο Pritzker το οποίο δίνει η πολυεθνική εταιρία Hyatt, μέσα μαζικής επικοινωνίας που ανήκουν σε φορείς της οικοδομικής βιομηχανίας και της αγοράς ακινήτων).
Οι μεταβολές αυτές καθορίζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε και κάνουμε αρχιτεκτονική, καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το χώρο ως κοινωνική κατασκευή. Την ίδια στιγμή το μοντέλο ανάπτυξης το οποίο εξήγαγε η Δύση στον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή την εμπορευματοποίηση του χώρου φαίνεται ότι έχει φτάσει σε οριακό σημείο μιας και, πρώτον είναι η αιτία μαζικών διωγμών των ανθρώπων από τη γη τους, ενώ, δεύτερον, προσφέρει την αντίστοιχη μοίρα σε όλο και περισσότερους αρχιτέκτονες, οι οποίοι εργάζονταν τα προηγούμενα χρόνια ασπαζόμενοι αυτές τις διεργασίες εμπορευματοποίησης. Αποκλεισμένοι, πλέον από την παραγωγή του χώρου είναι αποκλεισμένοι τόσο από τις λήψεις των αποφάσεων όσο και από τη δυνατότητα εξάσκησης ανεξάρτητου ελεύθερου επαγγέλματος κατασκευής του χώρου.
Αντιστεκόμενες σε αυτόν τον αποκλεισμό πολλές ομάδες αρχιτεκτόνων παγκοσμίως εργάζονται προς την εξεύρεση εναλλακτικών ανεξάρτητων πρακτικών του σχεδιασμού προσπαθώντας να προστατεύσουν τον ζωτικό επαγγελματικό τους χώρο σε συνάρτηση με τη λύση των (ίδιων) προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο και Μεγαλύτερος Αριθμός του πληθυσμού δηλαδή οι ομάδες των ανθρώπων εκείνες που συνήθως αποκλείονται από τα συνήθη εμπορικά αρχιτεκτονικά προγράμματα και την ιδιοκτησία.
Είναι όμως τόσο απλό να βρούμε αυτές τις εναλλακτικές λύσεις; Πόσο αμερόληπτοι είμαστε όταν σκεφτόμαστε το ρόλο του αρχιτέκτονα μέσα από το ηγεμονικό πλέγμα της τρέχουσας και ‘παγκόσμιας’ εμβελείας αρχιτεκτονικής κουλτούρας, η οποία παράγεται στις περιοχές του παγκόσμιου Βορρά; Πως λειτουργεί αυτός ο ρόλος του αρχιτέκτονα όταν έρχεται αντιμέτωπος με τα προβλήματα, την καθημερινότητα και την πραγματικότητα των περιοχών του παγκόσμιου Νότου, αν υποθέσουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται κατά ένα μέρος μέσα σε αυτόν;
Για να μπορέσουμε να διερευνήσουμε και να κατανοήσουμε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να εισάγουμε στο χώρο της αρχιτεκτονικής τη θεωρία των Επιστημολογιών του Νότου, την οποία συστηματοποιεί ο κοινωνιολόγος Boaventurade Sousa Santos και το Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου της Κουίμπρα στην Πορτογαλία. Σύμφωνα με τις Επιστημολογίες του Νότου υπάρχουν διαθέσιμα τεράστια αποθέματα γνώσης στον κόσμο, ‘διαφορετικοί τρόποι να ζεις, να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι, τρόποι να αντιλαμβάνεσαι το χρόνο και τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τις σχέσεις ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο, τρόποι να αντιμετωπίζεις το παρελθόν και το μέλλον, τρόποι συλλογικής οργάνωσης της ζωής, τρόποι παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, διαφορετικοί τρόποι ψυχαγωγίας’ (Santos 2012) που στοχεύουν στην Καλή Ζωή (Buen Vivir). Επειδή οι γνώσεις αυτές δεν έχουν παραχθεί μέσα στο δυτικό παράδειγμα, καθίστανται αόρατες μέσα από μια συστηματική και εκλεπτυσμένη διαδικασία αποκλεισμού τους ως πηγών εναλλακτικών λύσεων στα κοινωνικά προβλήματα.
Μέσα στα πλαίσια του μαθήματος, στις παραδόσεις και τα εργαστήρια θα αναζητήσουμε και θα ανακτήσουμε παραδείγματα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ιδεών, φαντασιακών ή όχι, αναπαραστάσεις του χώρου και της ανθρώπινης καθημερινότητας που έχουν περιθωριοποιηθεί μέσα στην ιστοριογραφία της αρχιτεκτονικής και στην καθημερινή επικαιρότητα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πολύ και σημαντικό έργο σε επίπεδο κριτικής ή απλώς σημαντικό έργο το οποίο υλοποιείται στα πλαίσια πολυάριθμων κοινοτήτων ανά τον κόσμο και ανά την Ελλάδα, το οποίο δεν συναντάμε στα πρωτοσέλιδα των κυρίαρχων αρχιτεκτονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, περιθωριοποιείται όταν αμφισβητεί τα κυρίαρχα παραδείγματα πρακτικής της αρχιτεκτονικής.
Στόχος μας είναι να αντιληφθούμε το μηχανισμό μέσα από τον οποίο μπορεί εν τέλει η αρχιτεκτονική (ως θεωρία και πρακτική) να συναντήσει τη δυνατότητά της να βρίσκεται στο πλευρό αποκλεισμένων ομάδων του πληθυσμού, όχι ως εποπτική αρχή αλλά σαν παράδειγμα τεχνικής γνώσης που συνδιαλέγεται ισότιμα, αντιπαρατιθέμενη με διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες, με άλλα και διαφορετικά παραδείγματα γνώσης σχηματοποιώντας κοινούς στόχους για τη βελτίωση της ζωής, όχι τη βελτίωση του στυλ της ζωής.
*Νότος είναι ο όρος που αναφέρεται μεταφορικά στην ασύμμετρη σχέση που παράγεται ανάμεσα σε περιοχές του πλανήτη εξαιτίας των αποτελεσμάτων των αποικιοκρατικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Η έννοια του Νότου συναντάται και στον παγκόσμιο Βορρά με τη μορφή του αποκλεισμού, της αποσιώπησης και της περιθωριοποίησης τμημάτων του πληθυσμού και των γνώσεων και των πολιτισμών των οποίων αυτοί είναι φορείς.
Φοιτητική ημερίδα 'Όστρια', Φεβρουάριος 2017
Δημητρακάκη, Α. (2013), Τέχνη και Παγκοσμιοποίηση: Από το μεταμοντέρνο σημείο στη βιοπολιτική αρένα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Ματλάρ, Α., Ντόρφμαν, Α. (1982), Ντόναλντ ο Απατεώνας: Η διήγηση του Ιμπεριαλισμού στα παιδιά, Αθήνα: Ύψιλον.
Σεπούλβεδα, Λ. (2012), Τελευταία νέα από το Νότο, μτφ. Κυριακίδης, Α., Αθήνα: Opera.
Dimitrakaki, A. (2013), Gender, Artwork and the Global Imperative: A Materialist Feminist Critique (Rethinking Art’s Histories), Manchester: Manchaster University Press.
Forgacs, D. (ed.) (2000), The Gramsci Reader: Selected Writings 1916-1935, New York: New York University Press.
Galcerán Huget, M. (2016), La Bárbara Europa: Una Mirada desde el postcolonialismo y la decolonialidad, Madrid: Traficantes de Sueños.
Mendoza, B. (2015), Coloniality of Gender and Power: From Postcoloniality to Decoloniality, in Disch, L. and Hawkesworth, M. (eds.), The Oxford Handbook of Feminist Theory, doi: 10.1093/oxfordhb/9780199328581.013.
Quijano, A. (2010). ‘Coloniality and Modernity/Rationality’, in Mignolo, W. D. and Escobar A. (eds.), Globalization and the Decolonial Option, D. 22–32. London and New York: Routledge.
Said, E.W. (1996), Οριενταλισμός, μτφ. Τερζάκης, Φ., Αθήνα: Νεφέλη.
Said, E.W. (1996), Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, μτφ. Λάππα, Β. Α., Αθήνα: Νεφέλη.
Santos, Boaventura de Sousa Santos (2014), Epistemologies of the South: Justice Against Epistemicide, NY: Routledge.
Spivak, G. C. (1988), ‘Can the Subaltern Speak?’, in Nelson, C. and Grossber, L., (eds.), Marxism and the Interpretation of Culture, 271–313. London: Macmillan.