

Ο σκοπός της ερευνητικής εργασίας "take a seat" είναι η διερεύνηση της στάσης στον δημόσιο αστικό χώρο, με παραπομπές τόσο στην ίδια την έννοια της στάσης ως πράξη, όσο και στον εξοπλισμό που την πλαισιώνει και την υπηρετεί. Το θέμα προσεγγίζεται με έμφαση σε αρχές και κριτήρια, όπως είναι ο βιοκλιματικός σχεδιασμός υπαίθριων χώρων, αλλά και η ικανοποίηση της θερμικής άνεσης των χρηστών τους.
Θεματικά, η έρευνα διακρίνεται σε τρεις ενότητες. Στο πρώτο μέρος, αναλύονται ζητήματα εμφάνισης, εξέλιξης, κατηγοριοποίησης, σημασίας και χρήσης των υπαίθριων χώρων. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η επίδραση φυσικών και ανθρώπινων παραγόντων στην ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος και καταγράφονται οι συνθήκες άνεσης στους υπαίθριους χώρους.
Το δεύτερο μέρος αποτελεί μία πιο αναλυτική αναφορά στον βιοκλιματικό σχεδιασμό και τη θεωρητική γνώση που αυτός πρεσβεύει. Ακολουθεί μία μετάβαση σε πιο πρακτικό επίπεδο, με την παράθεση μελετών αναπλάσεων δημόσιων αστικών χώρων και παραδειγμάτων αστικού εξοπλισμού.
Τέλος, στο τρίτο μέρος εξετάζεται η σημασία της στάσης, καθώς και τα είδη των στάσεων και του αστικού εξοπλισμού. Επιπλέον, συνδυάζοντας τη γνώση που αφομοιώθηκε από την έρευνα στο σύνολό της, γίνεται πρόταση ενός μοντέλου αστικού εξοπλισμού, που έχει ως στόχο την ικανοποίηση των χρηστών του και την ενεργοποίηση και διεύρυνση της χρήσης των υπαίθριων αστικών χώρων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Το μοντέλο "takeaseat" συνίσταται από ένα αρθρωτό, επαναλαμβανόμενο σύστημα που μπορεί να προσαρμοστεί στις εκάστοτε ανάγκες κι απαιτήσεις του χώρου και των χρηστών. Ενσωματώνει ποικίλα σενάρια λειτουργίας, που κυμαίνονται από την περίπτωση ενός απλού καθιστικού έως την περίπτωση μιας στάσης λεωφορείου. Συνδυάζεται, ακόμα, με νέες τεχνολογίες, που μπορούν να βελτιώσουν περαιτέρω τη θερμική άνεση των χρηστών και το καθιστούν μια υποσχόμενη πρόταση αστικού εξοπλισμού.
Επιβλέπων: Τσαγκρασούλης Aριστείδης
Αριθμός Αναφοράς: 618


Σκοπός αυτού του ερευνητικού είναι να εξερευνήσει την αξία του ατελούς - ατέρμονος - μη πλήρους σχεδιασμού, που ήδη εφαρμόζεται σε άλλα επιστημονικά και καλλιτεχνικά πεδία, για την αρχιτεκτονική. Αφορμή αποτέλεσε η αναγνώρισή του ατελούς σχεδιασμού ως μία σχεδιαστική μεθοδολογία που συναντάμε όλο και συχνότερα στο χώρο της πληροφορικής. Αυτή η σχεδιαστική τακτική δεν έχει ταυτοποιηθεί και ταξινομηθεί πλήρως ως μια συγκεκριμένη μέθοδος. Η ιδέα του ατελούς σχεδιασμού συσχετίζεται με διάφορα στιγμιότυπα που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί σε κάποια φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, λογοτεχνικά, μουσικά, κινηματογραφικά αλλά και αρχιτεκτονικά ρεύματα. Στην αρχή αυτού του ερευνητικού, εξετάζονται οι σχεδιαστικές αρχές από δύο πολύ γνωστές ψηφιακές πλατφόρμες (Wikipediaκαι Linux) που, στα πλαίσια αυτής της μελέτης, θεωρούνται ατελείς. Οι πλατφόρμες αυτές εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα της δομής τους ως αρθρωτές διατάξεις συλλογικής γνώσης, που συγκροτούνται αξιοποιώντας μια προσαρμοσμένη νοημοσύνη του σμήνους. Η έννοια της νοημοσύνης του σμήνους τείνει να καθιερωθεί στον αρχιτεκτονικό λόγο, ασκώντας τη γοητεία της διασπασμένης σε μικρές, απλές μονάδες, ευέλικτης και μεταβαλλόμενης στο χρόνο ολότητας. Την εποχή που η ιδέα της συλλογικής νοημοσύνης παύει να είναι επιστημονική φαντασία και σταδιακά μετατρέπεται σε συστατική παράμετρο συμβίωσης, ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση της αρχιτεκτονικής; Τα περισσότερα ατελώς σχεδιασμένα συστήματα που θα αναφερθούν, έχουν σαν εγγενές συστατικό τους την προσαρμοστικότητα και τη μεταβολή. Είναι ικανός αυτός ο μη πλήρης - ατέρμων σχεδιασμός να οδηγήσει σε μία μορφή “υποσχεδιασμένης” αρχιτεκτονικής που θα άρει τις σταθερές σχέσεις που κληρονόμησε από την ιστορία;
Επιβλέποντες: Πανηγύρης Κωστής, Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος
Αριθμός Αναφοράς: 597


Στην παρούσα ερευνητική εργασία γίνεται προσπάθεια κατηγοριοποίησης των αναπλάσεων στις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης και Αμερικής με στόχο να προκύψει μία συνολική παρουσίαση πετυχημένων παρεμβάσεων, ή ακόμα και τα διδάγματα των αποτυχημένων, ενώ στη συνέχεια γίνεται αναφορά στις προσπάθειες, που έγιναν κατα καιρούς για τέτοιες αναπλάσεις στην χώρα μας. Οι αναπλάσεις αυτές αφορούν τμήματα αστικού ή υπεραστικού ιστού που έχουν εγκαταλειφθεί και δεν φέρουν πλέον άλλη χρήση. Γενικότερα, ο μετασχηματισμός των μητροπόλεων περιλαμβάνει ποικίλες αστικές αναπλάσεις και ένταξη νέων χρήσεων κυρίως πολιτιστικές και τριτογενείς χρήσεις σε εγκαταλειμμένες περιοχές. Το ενδιαφέρον προς αυτό τον τομέα πηγάζει από το γεγονός ότι η ανάκτηση εγκαταλελειμμένων περιοχών (ανενεργοί βιομηχανικοί χώροι, ορυχεία, σταθμοί κ.λ.π.) είναι ένα από τα στοιχεία της σύγχρονης αστικότητας, που στη χώρα μας δεν λαμβάνεται σημαντικά υπόψη. Ευελπιστούμε η εργασία αυτή, παρόλη τη μικρή εμβέλεια της, να γίνει το εφαλτήριο για την ανάπτυξη νέων ιδεών για την επανάχρηση τέτοιων περιοχών στην Ελλάδα.
Ο στόχος της βιβλιογραφικής αυτής εργασίας, δεν είναι η εξαγωγή κάποιου πορίσματος που θα σταθμίζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα μεθόδων, αλλά η διερεύνηση νέων οριζόντων σε θέματα αναπλάσεων. Πώς είναι πιθανόν μια υπάρχουσα χρήση να μετατραπεί σε κάτι τόσο διαφορετικό χωρίς να μοιάζει ξένο και ασυνδύαστο;
Η βασική μεθοδολογία ανάπτυξης του θέματος στηρίζεται στα ακόλουθα βήματα :
1. Θεωρητική προσέγγιση αναπλάσεων στον αστικό χώρο
2. Παραδείγματα χωρισμένα σε κατηγορίες με βάση την αρχική χρήση των περιοχών
3. Παραδείγματα-προσπάθειες ανάκτησης στον ελλαδικό χώρο
4. Συμπεράσματα
Επιβλέπων: Αδαμάκης Kώστας
Αριθμός Αναφοράς: 592


Κατά τη Νεολιθική Εποχή συντελούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες μεταβολές που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μόνιμων εγκαταστάσεων και την υιοθέτηση πρακτικών όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία. Οι μεταβολές αυτές θα αλλάξουν ριζικά τη φυσιογνωμία των κοινωνιών αυτών σε οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Το Çatal Hüyük αποτελεί μία σύγχρονη ανασκαφή των ερηπείων ενός νεολιθικού οικισμού της Ανατολίας. Εδραιωμένος στη διάρκεια του μεταβατικού αυτού σταδίου, αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα μόνιμα εγκατεστημένης νεολιθικής κοινότητας. Ο πλούτος από διατηρημένα αντικείμενα που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική έρευνα έχει επιτρέψει μία μελέτη σε βάθος της καθημερινής ζωής και κατ’ επέκταση της ιδιοσυγκρασίας των κατοίκων.
Στα στοιχεία που έχει αναδείξει η έρευνα είναι η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και πολεοδομία του οικισμού, η πρωτοφανής σε εκφραστικά μέσα και ποσότητα τέχνη, οι μέθοδοι καταμερισμού των παραγωγικών δραστηριοτήτων αλλά και οι συνήθειες που φαίνεται να αποτελούν μέρος των τελετουργιών που αφορούν τη ζωή, το θάνατο και τη συνύπαρξη στο μεσοδιάστημα.
Τα στοιχεία αυτά με τη σειρά τους εμπλουτίζουν τη συζήτηση για τη φύση των μεταβολών της Νεολιθικής Εποχής, στρέφοντας το επίκεντρο της προσοχής από τις οικονομικές παραμέτρους στις καθημερινές πρακτικές και ότι μπορεί να τις υποκινεί.
Επιβλέποντες: Γούναρης Αλέξανδρος, Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος
Αριθμός Αναφοράς: 599


Η αρχιτεκτονική σύνθεση και η εξέλιξή της μπορεί να σχετίζονται με την αντιγραφή και επικόλληση στοιχείων, τέτοιων που να εξυπηρετούν το κάθε έργο. Η σύνθεση ετερόκλητων στοιχείων, το καθένα απ’ τα οποία καλύπτει κάποια χρήση, μπορούν να παράξουν ένα αποτέλεσμα ενδιαφέρον και λειτουργικό. Η αναζήτηση των αρχών που διέπουν το κάθε έργο μπορεί να προκύψει από την συλλογή στοιχείων, τεχνικών και θραυσμάτων του υπάρχοντος υλικού, συνειδητά ή ασυνείδητα. Συνειδητά όταν το υπάρχον υλικό έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό και δύναται να εκπληρώσει νέες ανάγκες. Ασυνείδητα όταν τα ερεθίσματά μας, μας οδηγούν σε κοινές αρχές. Η μεγάλη απαίτηση για αποτελεσματικότητα στην αρχιτεκτονική δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δοκιμές. Η κατασκευή τροποποιείται συνεχώς με την εμφάνιση νέας τεχνολογίας και τεχνικών. Οι μορφές ανανεώνονται, οι αρχές σχεδίασης εξελίσσονται.
Αρχιτεκτονική και αντιγραφή είχαν πάντα σχέση. Στην ερευνητική αυτή εργασία προσπαθούμε να αποδείξουμε πως η τέχνη της αρχιτεκτονικής δεν βασίζεται στην πρωτοτυπία αλλά στην εξέλιξη και αναδιάταξη των μεθόδων και των τύπων που την κάνουν λειτουργική. Η πολυπλοκότητά της δεν μας αφήνει πολλά περιθώρια να μιλάμε για πνευματικά δικαιώματα, καθώς η αντιγραφή βασίζεται κυρίως σε ιδέες και αρχές οι οποίες φέρουν μέσα τους πολλά στοιχεία που διαφέρουν. Η ομοιομορφία είναι ένα στοιχείο που επιδιώκεται στην αρχιτεκτονική κι όχι ένα γεγονός που προέκυψε από αντιγραφή. Η επανάληψη εμπεριέχεται στην αρχιτεκτονική τόσο στο κτίριο όσο και στην πόλη. Τέλος, η αρχιτεκτονική εμπεριέχει την αντιγραφή στον βαθμό που αυτή της επιτρέπει να είναι συγκεκριμένη, να καλύπτει ανάγκες και να ακολουθεί τους κανόνες. Σχετίζεται με την ψυχολογία και την ζωή και η ανάγκη της να πετύχει είναι μεγάλη. Γι’ αυτό η αρχιτεκτονική που πετυχαίνει δεν μπορεί να σταματήσει να αντιγράφει και να αντιγράφεται. Η καλή αρχιτεκτονική, η λειτουργική, είναι σαν την καλή πετυχημένη συνταγή που επαναλαμβάνεται.
Επιβλέποντες: Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος, Ψυχούλης Αλέξανδρος
Αριθμός Αναφοράς: 627


Ατμοσφαιρική ρύπανση, καταστροφή του περιβάλλοντος, κλιματική αλλαγή, εξάντληση των ενεργειακών αποθεμάτων είναι μερικά από τα περιβαλλοντικά προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο τα τελευταία χρόνια. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν η ποιότητα ζωής στη πόλη, η έλλειψη πρασίνου στο αστικό περιβάλλον, η μεγάλη χρήση αυτοκινήτου με ότι συνεπάγεται από αυτό και πολλά ακόμη. Επιστήμονες και ακτιβιστές προσπαθούν να βρουν λύσεις σε αυτά πριν να είναι αργά. Η πόλη μπορεί να είναι μία από αυτές μέσα από την καλύτερη σχεδίαση της. Η οικολογική πόλη πιο συγκεκριμένα μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση σε αυτά τα προβλήματα που αξίζει να εξεταστεί τα επόμενα χρόνια. Αυτή η μελέτη επιχειρεί να ανακαλύψει τα χαρακτηριστικά αυτής της πόλης και να παρουσιάσει μοντέλα εφαρμογής. Έτσι στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε η ιδέα, ενώ στο δεύτερο παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της, καθώς και διάφορα συστήματα αξιολόγησης και εφαρμογής. Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζονται δύο παραδείγματα πόλεων. Η πρώτη η Curitiba στην Βραζιλία έχει λάβει το προσωνύμιο της οικολογικής πόλης δεκαετίες πριν και έχει επαινεθεί διεθνώς για τις πολιτικές που έχει ακολουθήσει, ενώ η δεύτερη η Masdar City στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αποτελεί μια πρόσφατη προσπάθεια δημιουργίας πόλης μηδενικών εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα από το μηδέν βασισμένη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μένει να δούμε αν θα αυτό το κόνσεπτ θα υιοθετηθεί σε μεγάλη κλίμακα παγκοσμίως στο μέλλον ή απλώς θα αποτελέσει άλλη μια τάση πολεοδομικού σχεδιασμού του 21ου αιώνα.
Επιβλέποντες: Τσαγκρασούλης Aριστείδης, Τροβά Βάσω
Αριθμός Αναφοράς: 615


Πώς κάποια σώματα αποκτούν σημασία, κάποιες ζωές αξίζουν προστασία, σωτηρία, πένθος, αξίζουν χώρο; Προσπαθώντας να απαντήσουμε χρησιμοποιούμε κάποιες σκέψεις και θεωρίες για τις έμφυλες σχέσεις και τη σεξουαλικότητα.Δεν μπορούμε, όμως, να κατανοήσουμε τις διαδικασίες συγκρότησης των ανθρώπινων υποκειμένων, χωρίς να ανατρέξουμε σε διάφορα επιστημονικά πεδία και χωρίς να συνδυάσουμε ένα ευρύ φάσμα γνωστικών αντικειμένων. Αρχικά εξερευνούμε την κρίση της έννοιας του ανθρώπινου στο σήμερα, τη σύνδεση της με τη σύγχρονη τεχνολογία και τον πόλεμο, καθώς και κάποιες κριτικές σε αυτήν από τμήματα της φεμινιστικής και queerσκέψης. Σήμερα παρατηρούμε συνεχώς αυξανόμενα τμήματα της ανθρωπότητας να κατοικούν στη ζώνη απροσδιοριστίας μεταξύ του ανθρώπινου και του μη. Κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι στην εποχή που άρχισαν να συγκροτούνται οι έμφυλες σχέσεις με τη δομή και τη μορφή που έχουν σήμερα. Πηγαίνοντας πίσω στην μεσαιωνική Ευρώπη, μελετάμε κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές της «Ιστορίας της Σεξουαλικότητας» και τις αντιπαραβάλουμε με το κυνήγι των μαγισσών. Εστιάζουμε στη βιοπολιτική και την «Ενεργή Ζωή» και βλέπουμε πώς η σύγχρονη εξουσία, μέσω της εξαίρεσης, παράγει τη γυμνή ζωή. Θέτουμε στο επίκεντρο την αναπαραγωγική εργασία και τη μελετάμε σε σχέση με την οικογένεια και τις σχέσεις συγγένειας. Η αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται ως εργαλείο για αυτήν τη μελέτη, εστιάζουμε σε παραδείγματα που θα διαφωτίσουν τη σχέση των φύλων εντός της οικογένειας. Πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να φέρει στην επιφάνεια αυτές τις σχέσεις, που έχουν εισέλθει σε κρίση; Τελικά αντιστρέφουμε το ερώτημα και αναρωτιόμαστε, ποιες είναι οι προκλήσεις του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού στη σύγχρονη εποχή, όταν όλο και μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων αποβάλλονται από το ανθρώπινο και καταλήγει να μην αξίζει χώρο; Όταν η αρχιτεκτονική σχεδιάζει για ένα υποκείμενο, το οποίο βρίσκεται σε μια ζώνη απροσδιοριστίας, με τις σχέσεις συγγένειας σε αποδιοργάνωση, τι πρόκειται να φέρει το μέλλον στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό από τα βάθη της Limbo;
Επιβλέπουσα: Γιαννίση Φοίβη
Αριθμός Αναφοράς: 624


Τα monorails υμνήθηκαν ως ένα μοντέλο για μελλοντικά συστήματα μεταφοράς και οι προτάσεις για εφαρμογές τους φαίνονταν πάντα να συμβαδίζουν με τα προοδευτικά τεχνολογικά επιτεύγματα και με μια αίσθηση ουτοπικού δέους. Παρόλα αυτά, μαζί με τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τη μετακίνηση μέσα σε σωλήνες, τα monorails συχνά απεικονίζονται ως ευφάνταστες καρικατούρες μιας ξεπερασμένης εποχής συγκοινωνιακού σχεδιασμού. Το monorail θεωρείται πολύ συχνά μια ιστορική υποσημείωση, ένα απομεινάρι των Διεθνών Εκθέσεων, ή στην καλύτερη περίπτωση, ένας αυτοματοποιημένος τρόπος μετακίνησης μεταξύ σταθμών και αεροδρομίων.
Οι πρώτοι υποστηρικτές αυτής της μορφής μεταφοράς οραματίστηκαν ένα μέλλον όπου όλοι, παντού, κινούνταν με ένα αστραφτερό, υψηλής τεχνολογίας μεγαλείο, ισορροπώντας σε μια μονή ράγα. Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτέλεσαν περίοδο άνθισης για το monorail στις σελίδες βιβλίων και περιοδικών επιστημονικής φαντασίας και τεχνολογίας. Επιπλέον, πολλές Διεθνείς Εκθέσεις από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, περιελάμβαναν monorails στις εγκαταστάσεις τους, παρουσιάζοντάς τα ως το μέσο μεταφοράς του μέλλοντος. Σημείο τομής για τη διάδοση των monorails, υπήρξε η εγκατάσταση ενός συστήματος στην DisneyLand, το 1959, το οποίο ήταν εξαιρετικά δημοφιλές. Οι σχεδιαστές του ήλπιζαν να δημιουργήσουν μια λύση για τις ανάγκες της μαζικής μεταφοράς σε όλο τον κόσμο, ωστόσο τα monorails για πολλά χρόνια θα ταυτίζονταν με βόλτες σε πάρκα ψυχαγωγίας.
Σήμερα, σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο συναντά κανείς monorails, τα οποία είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά και βιώσιμα μέσα μετακίνησης, ωστόσο η εικόνα τους ως αξιοθέατα σε θεματικά πάρκα, είναι κάτι το οποίο δεν έχουν καταφέρει να αποβάλουν. Εξαίρεση ως προς τη διάδοσή τους αποτελεί η Ιαπωνία, αφού από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 βασίστηκε στα monorails για τη μαζική μεταφορά επιβατών σε μεγάλες πόλεις.
Τα monorails προσφέρουν ένα ευφάνταστο τρόπο θέασης των πόλεων, οι οποίες αποτελούν τους χώρους του σύγχρονου θεάματος. Η ανάγνωση και η ερμηνεία του αστικού τοπίου επιτελείται μέσω της περιπλάνησης (flanerie) και του βλέμματος. Η πανοραμική άποψη του εδάφους και της πόλης που προσφέρουν τα monorailsτα καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικά, αφού η θέαση του αστικού πεδίου από ψηλά ασκεί καθολική γοητεία και – σύμφωνα με τον Michelde Certeau– μετατρέπει τον παρατηρητή σε ηδονοβλεψία.
Τα monorails αποτελούν μια εμπειρία από μόνα τους, μια ιδέα που συχνά παραβλέπεται κατά το σχεδιασμό μέσων μεταφοράς. Ίσως είναι η θολή άποψη της ουτοπικής ιδεολογίας που είναι τόσο ελκυστική στα monorails, αλλά η θέση τους στην ιστορία αξίζει κάτι περισσότερο από τον υποβιβασμό τους στα αρχεία κωμωδίας της ζωής στην πόλη.
Επιβλέποντες: Στυλίδης Ιορδάνης, Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος
Αριθμός Αναφοράς: 605