

Ψηφιοποίηση Κτιριακών Πληροφοριών (Building Information Modelling) (BIM).Μία σχετικά καινούρια έννοια που εδραιώθηκε το 2002.
Η συγκεκριμένη ερευνητική εργασία επικεντρώθηκε στους τομείς της αρχιτεκτονικής στους οποίους αναφέρεται και στην αιτία που δεν συμπεριλαμβάνεται στην ακαδημαϊκή μας εκπαίδευση. Μετά από μία σύντομη επισκόπηση, το ΒΙΜ μοιάζει να είναι ο ιδανικότερος τρόπος σχεδιασμού και κατασκευής ενός κτιρίου. Οι βασικές αρχές που εισάγει αφορούν την αποθήκευση και διαχείριση πληροφοριών και την αυτοματοποίηση διαδικασιών. Βέβαια ως κάθε καινούρια έννοια, υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα γι’ αυτή και την εφαρμογή της.
Η αρχιτεκτονική δημιουργικότητα και καινοτομία αναιρείται από την αυτοματοποίηση την οποία εισάγει; Υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσει τελικά ως ανασταλτικός παράγοντας για την αρχιτεκτονική δημιουργικότητα, ειδικά αν εφαρμοστεί από την αρχή του σχεδιασμού; Το ΒΙΜ, ενώ έχει αρχίσει ήδη να εφαρμόζεται στον κατασκευαστικό τομέα στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα δεν είναι ακόμα γνωστό. Θα μπορούσε να αποδειχθεί ευεργετικό για τους Έλληνες αρχιτέκτονες και την ελληνική αρχιτεκτονική;
Η ανάγκη για την απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων μας οδήγησε αρχικά σε βιβλιογραφική έρευνα. Έτσι, ήρθαμε σε επαφή με τις αρχές τις οποίες εισάγει και τη σημερινή κατάσταση γύρω από αυτό, προσπαθώντας να πλάσουμε μία όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα και να κατανοήσουμε τη λογική του. Παράλληλα, είχαμε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε συνεντεύξεις με τους δύο αμερικανούς αρχιτέκτονες, «πατέρες» του όρου, καθώς και με τρεις Έλληνες μηχανικούς οι οποίοι χρησιμοποιούν εφαρμοσμένα ψηφιακά μέσα σχεδιασμού.
Ήταν επόμενο λοιπόν, η παρακάτω ερευνητική εργασία να αποτελείται από δύο βασικά μέρη. Το πρώτο είναι μία λεπτομερής ανάλυση του ΒΙΜ, ως προς τις διαφορετικές πτυχές του και τις έννοιες που σχετίζονται με αυτό, ως αποτέλεσμα των συνεντεύξεων και της βιβλιογραφίας (βιβλία, άρθρα, whitepapers, κλπ). Ενώ το δεύτερο μέρος είναι μία κριτική προσέγγιση που αφορά το πιθανό κοινό μέλλον του ΒΙΜ και της εφαρμογής του στην ελληνική κατασκευή. Δυστυχώς για την σύνταξη του δεύτερου μέρους δεν υπάρχει βιβλιογραφία, γι’ αυτό το λόγο προέκυψε από τα δεδομένα που αντλήσαμε από τις συνεντεύξεις των ελλήνων μηχανικών και την δική μας προσωπική άποψη.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι προσπαθήσαμε η στάση μας καθ’ όλη την έρευνά μας να είναι αντικειμενική, αφού θεωρούμε ότι το BIM όπως και κάθε καινοτομία έχει θετικές και αρνητικές πλευρές. Σταθήκαμε απέναντι του με κριτική και ρεαλιστική σκέψη για να εξακριβώσουμε τη δυνατότητα του να οδηγήσει σε λειτουργικές λύσεις, αλλά και σε εναλλακτικούς τρόπους εφαρμογής του (ΒΙΜ) τόσο γενικά, όσο και στην Ελλάδα.
Επιβλέπων: Μπουρδάκης Βασίλης
Αριθμός Αναφοράς: 459


Από τα προϊστορικά χρόνια, μια από τις ανάγκες του ανθρώπινου είδους ήταν να δώσει μια οπτική μορφή στις ιδέες και έννοιες του, να αποθηκεύσει γνώση σε γραφική μορφή, και να προσδώσει τάξη, καθαρότητα και σαφήνεια στις πληροφορίες. Στην εποχή που ζούμε σήμερα, μπορούμε να μιλάμε για την υπαρκτή πλέον πλανητική διάσταση και ροή της πληροφορίας. Σε μια κοινωνία του θεάματος όπου το «είναι» μετατρέπεται σε «φαίνεσθαι», η όραση πριμοδοτείται ως αίσθηση μιας αλλοιωμένης πραγματικότητας.
Ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας αυτής, η αρχιτεκτονική εξελίσσεται μαζί με τα μέσα διαμεσολάβησης της κοινωνικής θέασης ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται από αυτά. Η σχέση αρχιτεκτονικής – κοινωνικού ιστού στο επίπεδο επικοινωνίας, έρχεται σε μια θέση εξάρτησης με το μέσο που την παράγει και την υποστηρίζει.
Έτσι το αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα, μέσα από μια συνθετική διαδικασία, μεταφράζεται ως πληροφορία που λειτουργεί με τη σειρά της ως ένα σύστημα έκφρασης και εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου, που υπόκειται σε κωδικοποιημένες συμβάσεις. Γίνεται αντιληπτό, πως ο αρχιτέκτονας – συνθέτης της δομής της πληροφορίας και της δομής της επικοινωνίας οφείλει να συμπεριλάβει μια νέα σχεδιαστική διάταξη της πληροφορίας, και καλείται εκ νέου να συνθέσει το επόμενο βήμα επικοινωνίας.
Συνεπώς δημιουργείται η ανάγκη για μια ευρύτερη κατανόηση της μεθοδολογίας και των κανόνων που θα πρέπει να ακολουθεί, σε μια προσπάθεια επικοινωνίας της με την όλο και τεχνολογικά εξελισσόμενη και περισσότερο απαιτητική κοινωνία.
Μέσα σ’ αυτόν τον προβληματισμό, η ερευνητική εργασία εστιάζεται στην διερεύνηση των κανόνων που τηρούνται κατά την συνθετική δημιουργία μιας επιφάνειας επικοινωνίας στον τυπογραφικό σχεδιασμό, καθώς και μια εκτενέστερη καταγραφή των τεχνικών υλοποίησης της.
Επιβλέπων: Στυλίδης Ιορδάνης
Αριθμός Αναφοράς: 412


Οι πρώτοι μηχανισμοί ανέλκυσης επινοήθηκαν, λόγω της ανάγκης μετακίνησης προϊόντων και ανθρώπων καθ’ ύψος. Το πρώτο ασανσέρ με τη σύγχρονη έννοια του όρου εμφανίστηκε όταν ο ElishaOtisπροσάρτησε στην τότε μορφή ανελκυστήρα, φρένο που σταματούσε την πτώση της ανελκυόμενης πλατφόρμας σε περίπτωση σφάλματος. Χάρη στην εξασφάλιση της ασφάλειας των επιβατών, ο ανελκυστήρας διαδόθηκε, άλλαξε το τοπίο των πόλεων και οδήγησε στην αστικοποίηση, καθιστώντας βιώσιμα πολύ υψηλά κτήρια-ορόσημα, μέσω της εξειδίκευσης του τρόπου λειτουργίας του.
Ο θάλαμος του ανελκυστήρα παρέμεινε τυποποιημένος ωστόσο, μη παρέχοντας στον χρήστη τη δυνατότητα οικειοποίησής του. Αποτελεί τον μη-τόπο, όπου κυριαρχεί η λειτουργία, χωρίς να παύει όμως να φέρει ιδιότητες χώρου. Τα χαρακτηριστικά του (διάσταση, κλειστό περίβλημα, σύμβολα, εξοπλισμός, μουσική), επηρεάζουν τον επιβαίνοντα, δημιουργώντας σε ακραίες περιπτώσεις ψυχολογικές διαταραχές, όπως η κλειστοφοβία.
Ο ανελκυστήρας αποτελεί αρχιτεκτονικό στοιχείο που αποκρύπτεται ή κυριαρχεί στο κτήριο, μεταβατικό-συνδετικό χώρο διαφορετικών προγραμμάτων ή και φορέα προγράμματος κάποιες φόρες. Λόγω της κλίμακάς του και της σχέσης του με την οικία, συχνά αντιμετωπίζεται ως προέκτασή της, ενώ δεν παύει να εμπνέει καλλιτεχνικές επεμβάσεις οικειοποίησης.
Ολοκληρώνοντας, πρόκειται για έναν χώρο ευμετάβλητο και ετεροκαθοριζόμενο από πολλές μεταβλητές. Αναμένοντας τους επόμενους επιβάτες, αιωρείται ανάμεσα σε τόπο αμηχανίας και σημείο συνάντησης, καθώς οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των χρηστών φορτίζουν ακαριαία τον θάλαμο - σε κάθε διαδρομή, διαφορετικό σενάριο φιλοξενείται στο εσωτερικό του. Ρυθμισμένο ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του κτηρίου που ανήκει, το ασανσέρ χάνεται μέσα στην ρουτίνα, αποτελώντας τον καθημερινό ακραίο χώρο του σύγχρονου ανθρώπου. Χάρη στην ποικιλία των εν δυνάμει περιβαλλόντων που υπάρχουν στο εσωτερικό του, χρησιμεύει ως πειραματικό-ερευνητικό μοντέλο εξερεύνησης των αισθήσεων χώρων που αποκλίνουν από το συνηθισμένο, τοποθετώντας την ανθρώπινη συμπεριφορά στο μικροσκόπιο. Ως πολυτόπος και μη-τόπος ταυτόχρονα, ο ανελκυστήρας δεν παύει, παρά την πολυπλοκότητα που εμφανίζει ο εσωτερικός του χώρος, να διαμορφώνει την ίδια στιγμή το περιβάλλον έξω από αυτόν, απελευθερώνοντας την τρίτη διάσταση.
Επιβλέποντες: Γαβρήλου Έβελυν, Ωραιόπουλος Φίλιππος
Αριθμός Αναφοράς: 460


Καθημερινά είμαστε συνδεδεμένοι στο internet αναπτύσσοντας την κοινωνικότητα μας. Κυκλοφορούμε με το mp3 player ακούγοντας μουσική σε κάθε μετάβαση μας από το ένα μέρος στο άλλο. Περιμένουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας μέσα στο βαγόνι του μετρό διαβάζοντας τα νέα της ημέρας μέσω των κινητών μας τηλεφώνων. Οι φορητές τεχνολογίες έχουν εισβάλει στην καθημερινότητά μας μετατρέποντάς την σε ένα ατέρμονο παιχνίδι ping-pong μεταξύ ψηφιακού και φυσικού.
Η σύνδεσή μας στο παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνίας μας επιτρέπει να συνδεόμαστε στους πολλαπλούς εαυτούς μας, μεταλλάσσοντας τα σώματά μας σε ένα-μοναδικό-σώμα με πλανητικές διαστάσεις. Αυτή η μεγέθυνση αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το χώρο καθώς συγχέονται τα όρια ανάμεσα στον τεχνητό και στον φυσικό κόσμο. Οι φορητές τεχνολογίες είναι το ενδιάμεσο επίπεδο (layer) που προκαλεί αυτή την προέκταση. Το βιβλίο και το Walkman ως μηχανισμοί φιλτραρίσματος των μηνυμάτων που λαμβάνουμε και το κινητό τηλέφωνο ως πυκνωτής των προεκτάσεών μας είναι οι τεχνολογίες που έχουν αλλάξει τη συνθήκη του δημόσιου χώρου. Αν και είναι πολλοί αυτοί που τις θεωρούν μηχανισμούς αποκοπής, απόδρασης και αποσύνδεσης από τον φυσικό δημόσιο χώρο, μπορούν να ειδωθούν και ως σημεία επαφής με αυτόν. Το άτομο δημιουργεί μια νέα σχέση με την πόλη, έναν νέο τρόπο ανάγνωσης και δράσης μέσα σε αυτήν.
Επιβλέποντες: Πανηγύρης Κωστής, Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος
Αριθμός Αναφοράς: 453


Ο στόχος αυτής της Ερευνητικής Εργασίας είναι να περιγράψει τη γενικότερη κατάσταση - τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες - σε μια μικρή περιφερειακή πόλη της Β. Αλβανίας - την πόλη του Fushë Arrëz – ως μια πόλη στην οποία μπορεί να αναγνωρισθούν ζητήματα τυπικά πολλών οικισμών και κοινοτήτων της χώρας. Ένας στόχος συμπληρωματικός, πέρα από την απογραφή των προβλημάτων της περιοχής, είναι η αναγνώριση των δυνατοτήτων και των διαθέσεων των κατοίκων αλλά και του ενδιαφέροντος κάποιων φορέων, οργανισμών, επενδυτικών ομίλών αλλά και μεμονωμένων επενδυτών, που οι ενδεχόμενες πρωτοβουλίες τους συνδέονται με το πιθανό μέλλον της πόλης.
Η πόλη δημιουργήθηκε την δεκαετία του 1950 και πήρε το όνομά της από το χωριό FusheArrez, σε μια περίοδο που αναπτύχτηκε η βιομηχανική δραστηριότητα παραγωγής και επεξεργασίας ξυλείας και εξόρυξης και επεξεργασίας χαλκού. Γύρω από αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες οργανώθηκε και η ανάπτυξη της πόλης.
Το FusheArrezείναι σήμερα μια υποβαθμισμένη πόλη, κυρίως λόγω του μεγάλου ποσοστού ανεργίας που κλιμακώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι εμφανές ότι η παντελής απουσία κρατικής μέριμνας, ιδιωτικών επενδύσεων και κάθε είδους αναπτυξιακών πρωτοβουλιών αποτυπώνεται στην κοινωνία, την οικονομία και την ίδια την εικόνα της πόλης.
Είναι αυτονόητο ότι χωρίς ένα συντονισμό προσπαθειών και αναπτυξιακών κεφαλαίων η καινούρια πόλη, που κτιζόταν υπό το κομμουνιστικό καθεστώς μέχρι τη δεκαετία 1990, δε θα μπορέσει να ξαναβρεί το πρόσωπο και το χαρακτήρα της.
Το FusheArrezείναι μια, οπωσδήποτε, μικρή πόλη και με λίγους κατοίκους, η οποία, όμως, διαθέτει τις προϋποθέσεις και τα χαρακτηριστικά που θα της επέτρεπαν να εξελιχθεί σε μια παραγωγική πόλη, με ενδιαφέρουσα κοινωνική ζωή και σημαντική για την οικονομία της ευρύτερης περιοχής της.
Επιβλέπων: Παπαδόπουλος Λόης-Θεολόγος
Αριθμός Αναφοράς: 444


Στα πλαίσια αυτής της έρευνας θα ασχοληθούμε κυρίως με την ιαπωνική κατοικία, τον τρόπο ζωής στο Τόκιο, ενώ θα διερευνήσουμε διάφορες τεχνικές και τύπους κατοικίας, καθώς μας ενδιαφέρει να αντιληφθούμε πώς οι λειτουργικές ανάγκες ενός κτιρίου στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας μπορούν να ικανοποιηθούν μέσα σε ένα δομημένο κέλυφος ελάχιστης δυνατής έκτασης, υπακούοντας στην αισθητική της αυστηρής ιαπωνικής αντίληψης.
Η μελέτη αυτή ξεκινάει από την αναγνώριση των βασικών αιτιών που οδήγησαν στην εμφάνιση αυτού του είδους οικιστικής αρχιτεκτονικής. Συγκεκριμένα, διερευνώνται οι λόγοι που οδήγησαν το ιαπωνικό έθνος, μέσα από την ιστορική του διαδρομή, στην ανάγκη εκμετάλλευσης του ελάχιστου χώρου εξαιτίας διαφόρων κοινωνικών, πολεοδομικών και οικονομικών γεγονότων. Μελετάται ο ρόλος της μορφολογίας του εδάφους στην πολεοδομική ανάπτυξη και εν γένει στην κατοικία, ενώ παράλληλα εξετάζεται ο ρόλος της θρησκείας στην γενικότερη αντίληψη ζωής εστιάζοντας κυρίως στην αρχιτεκτονική. Στη συνέχεια αναφέρονται οι διαστάσεις του Ιαπωνικού σώματος στην κατασκευαστική κλίμακα προκειμένου να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τον τρόπο σχεδίασης καθώς και την εξέλιξη των διαφόρων συστημάτων δόμησης στην Ιαπωνία.
Η μελέτη αναγνωρίζει επίσης κάποια βασικά χρονικά ορόσημα όσον αφορά τα είδη κτιρίων που επηρέασαν την κλίμακα της οικιστικής αρχιτεκτονικής, τα είδη δόμησης και τις κατασκευαστικές μορφές μικρής έκτασης. Αναλύεται η σημερινή εικόνα του αστικού ιστού της πόλης και αξιολογούνται οι κοινωνικές προεκτάσεις διαβίωσης σε ελάχιστα τετραγωνικά.
Στην προσπάθεια κατανόησης της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης των μικρών κατοικιών γίνεται μια καταγραφή της σημασίας των επιμέρους λειτουργικών ζωνών των οικιών, ενώ αργότερα παρουσιάζονται οι διάφοροι τύποι της σύγχρονης οικιστικής αρχιτεκτονικής στο Τόκυο και οι γενικές σχεδιαστικές αρχές και τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την εξοικονόμηση χώρου και την ενίσχυση της ψευδαίσθηση βάθους και όγκου.
Τέλος, έπειτα από την παρουσίαση συγκεκριμένων αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων θα προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη και την αισθητική αυτής της μορφής κατοικίας.
Επιβλέπων: Κοτιώνης Ζήσης
Αριθμός Αναφοράς: 424


Αυτή η εργασία προσδοκά να καταγράψει ένα κομμάτι του σημερινού ρεύματος της Αυτονομίας μέσα από το παράδειγμα της πόλης του Μιλάνου μέσα από τηνανάλυση των στοιχείων που συγκροτούν την «πόλη» των αυτονομιών μέσα στην πόλη άρα και την ανάπτυξη. Επικεντρώνεται στην ανάδειξη της σχέσης του «Μιλάνου» μέσα στο Μιλάνο, μιας πόλης που είναι γνωστή για τη μόδα και το designκαι των δρόμων με τα ακριβά μαγαζιά, παραβλέποντας τα υπόλοιπα κομμάτια της, όπως τις γειτονιές μεταναστών, εργατών κτλ και των πολιτικών κινημάτων. Hκαταγραφή της ιστορίας αυτού του ρεύματος της αυτονομίας έχει γίνει από πολλούς και διαφορετικούς ιστορικούς και συγγραφείς με έμφαση κυρίως στη δεκαετία του ’70, περίοδο κλιμάκωσης των κινηματικών επαναστατικών διαδικασιών. Στην προσέγγιση της χωρικής διάστασης των κουλτούρων και των στεκιών της εποχής εκείνης μέχρι και τη δεκαετία του 80 συνέβαλε σημαντικά και ο JohnMartinμε τη διπλωματική του εργασία «lalunasottocasa”. Στόχος της εργασίας αυτής δεν είναι η καταγραφή του παρελθόντος, αλλά η διερεύνηση των χωρικών σχέσεων που δημιουργούνται μέσα σε μια πόλη όπως το Μιλάνο από ένα ρεύμα που, παρά τη ρευστή του μορφή, επιδιώκει την «κυριαρχία» μέσα στην πόλη. Από τις δομές που δημιουργούνται, μέχρι την αμφισβήτηση του ίδιου του τρόπου ζωής που έχει σχεδιαστεί για τους κατοίκους αυτής της πόλης, αποτελούν τα δομικά στοιχεία της έρευνας, μέσα από την οποία θα επιχειρήσουμε να δούμε όλες αυτές τις διάσπαρτες αυτονομίες σαν ένα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ανοίγει και η κουβέντα για το κατά πόσο τα κινήματα πόλης ή για την πόλη και τις γειτονιές μπορούν και παίζουν ένα ρόλο αντίστοιχα με τα κινήματα στα εργοστάσια, και κατά πόσο αυτά τα κινήματα επηρεάζουν τον ίδιο τον χώρο τόσο υλικά όσο και ανθρωπολογικά.
Επιβλέποντες: Τροβά Βάσω, Τζιρτζιλάκης Γιώργος
Αριθμός Αναφοράς: 449


Η έρευνα είναι γύρο από το ρόλο της πολιτικής στην αρχιτεκτονική και ο ρόλος της αρχιτεκτονικής στην πολιτική, μέσα στο ισραηλινό σχεδιασμό των εβραϊκών εποικισμών ,στη δυτική όχθη στα παλαιστινιακά εδάφη . Ο αστικός σχεδιασμός και η αρχιτεκτονική έχουν μετατραπεί από μια καθημερινή επαγγελματική πρακτική σε στρατηγικά όπλα στην υπηρεσία του κράτους, όπου ο βασικός στόχος τους είναι η επιβολή έλεγχου και επιτήρησης στην περιοχή.Έτσι, πέρα από την απλή παρουσία των ισραηλινών εποικισμών, στα κατεχόμενα εδάφη, είναι και ο τρόπος που αυτοί έχουν σχεδιαστεί, το μέγεθός τους, η μορφή και η κατανομή τους σε όλη την έκταση, όπου η καταστροφή και η κατασκευή χρησιμοποιούνται για να εντείνουν και να αυξήσουν την εδαφική διαμάχη.
Ενώ η εικόνα που παρουσιάζει ο κράτος είναι, πέραν της ιδεολογίας, αυτοί οι εποικισμοί περιλάμβαναν επιδοτούμενο και υψηλό επίπεδο υπηρεσιών και ευκολιών, ή με άλλα λόγια μια φθηνότερη ζωή κοντά στη φύση και βέβαια μια υπέροχη θέα.
Έτσι δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ των εποικισμών και του γύρω του τοπίου, και μεταξύ της πολυτέλειας και της απλότητας, του αυθόρμητου και του σχεδιασμένου. Όπου μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις διακριτικές ιδιότητες της αρχιτεκτονικής των Εβραίων και των Αράβων, ειδικά σε αυτές τις περιοχές όπου οι νεόχτιστοι εποικισμοί «κάθονται» σαν κάστρα στις κορυφές, έχοντας θέα το ακατάστατο χτιστό χώρο του παλαιστινιακού χωρίου.
Ακόμα το χτίσιμο αυτών των εποικισμών δημιούργησε έναν «μη συνεχόμενο αρχιπέλαγος από χιλιάδες ξεχωριστές νησίδες» που συνδέονται μεταξύ τους μέσω ένα δίκτυο από δρόμουςτους οποίους ελέγχονται από «τα σημεία ελέγχου», και έτσι με απλά λόγια δημιουργείται ο «πίνακας ελέγχου»! (thematrixofcontrol).
Επιβλέπων: Ωραιόπουλος Φίλιππος
Αριθμός Αναφοράς: 441