Arch.Uth Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Arch.Uth UTH.gr English

Το παρόν ερευνητικό εξετάζει το ρόλο της γλώσσας στη σκέψη, την ίδια τη σκέψη, και το πώς γεννιέται μια ιδέα. Ταυτόχρονα προσπαθεί να κατανοήσει πώς η πραγματικότητα καταλήγει να εκφράζεται με σύμβολα μέσα στην ανθρώπινη αντίληψη, και πώς αυτό μπορεί να αποτελεί εμπόδιο  στο σχεδιασμό, κυρίως μέσα από το παράδειγμα του λεκτικού συμβόλου (δηλαδή τη λέξη) που εκφράζεται ως Όνομα/Τίτλος/Έννοια.

Ως πεδίο πιο συγκεκριμένης μελέτης τίθενται τα αντικείμενα. Σκοπός είναι η διερεύνηση της χωρικής τους δυναμικής και της αλληλεπίδρασής τους με τον άνθρωπο, καθώς και η έναρξη μιας συζήτησης για το αν αξίζει ο επανασχεδιασμός τόσο των ίδιων των αντικειμένων όσο και της ομαδοποίησής τους.

Η συλλογιστική πορεία, τελικά, καταλήγει σε μία κριτική για την  κοινότητα των «Αρχιτεκτόνων».

Στην πραγματικότητα, αυτή η εργασία δε μιλά για τίποτα πολύ συγκεκριμένο. Προτρέπει  τον αναγνώστη να μην πιστέψει κανέναν τελείως, ούτε και την ίδια ακόμα, αμφισβητώντας τον ίδιο της τον εαυτό. Έτσι, τον καλεί να παρακολουθήσει την κατασκευή μιας θεωρίας και έπειτα να τη γελοιοποιήσει, κατανοώντας τις θεωρίες ως απλές λέξεις στοιβαγμένες σε μία δεδομένη σειρά.

Επιβλέπων: Αντονάς Αριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 783

 

Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματεύεται την έννοια της κοινωνικής κατοικίας – social housing μέσα από δύο συγκεκριμένα έργα. Αναπτύσσονται οι ιστορίες δύο χαρακτηριστικών περιπτώσεων μοντερνισμού - μπρουταλισμού, του Robin Hood Gardens στο Λονδίνο και του Bijlmermeer στο Άμστερνταμ, μελετώνται οι αρχές του σχεδιασμού με κοινωνικό χαρακτήρα επιπλέον όμως και ο ρόλος των φορέων που συμμετέχουν στη διαχείριση του έργου. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια γενικότερη εισαγωγή στην έννοια της συλλογικής κατοίκησης. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται αναλυτικά η ιστορία του Robin Hood Gardens, που σχεδιάστηκε από τους Alison & Peter Smithsons στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’60. Αναφέρονται τα χαρακτηριστικά του σχεδιασμού, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε και πως αυτό τον επηρέασε, καθώς και οι λόγοι που οδήγησαν στην κατεδάφιση του. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζεται η ιστορία του Bijlmermeer, το οποίο χτίστηκε ως μια πόλη του μέλλοντος στο Άμστερνταμ από τον Siegfried Nassuth την ίδια περίπου εποχή. Μέχρι την πρόσφατη ανακαίνιση του κτηρίου του, Kleiburg το 2016, καταγράφεται η διαδικασία σχεδιασμού όπως ζητήθηκε από τον Δήμο, αλλά και οι διάφορες εναλλακτικές προτάσεις που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος συγκεντρώνονται και συγκρίνονται τα χαρακτηριστικά των δύο έργων επισημαίνοντας κάποια συμπεράσματα και προβληματισμούς.

Επιβλέπων: Μητρούλιας Γεώργιος

Αριθμός Αναφοράς: 792

 

Στόχος της ερευνητικής εργασίας είναι να εξετάσει τα δυναμικά συστήματα σκίασης τόσο από άποψη αποδοτικότητας όσο και θερμικής-οπτικής άνεσης που προσφέρουν στους χρήστες. Σε αυτή τη κατεύθυνση εξετάζονται θέματα όπως η βασική κατηγοριοποίηση των συστημάτων σκίασης, η τεχνολογία των υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τους καθώς και οι βασικές δομικές λογικές βάσει των οποίων κατασκευάζονται και εγκαθίστανται στα κτήρια. Επιπρόσθετα αναλύονται οι βασικές  κατηγορίες  μηχανικών  μεταβολών που συναντώνται σε ένα δυναμικό σύστημα σκίασης ενώ γίνεται αναφορά σε εγκατεστημένες εφαρμογές. Ιδιαίτερα βαρύτητα  δίνεται στην συνεισφορά των δυναμικών συστημάτων σκίασης στην εξοικονόμηση ενέργειας ,στις στρατηγικές ελέγχου και στη στενή αλληλεπίδρασης με το βαθμό ικανοποίησης των χρηστών. Τέλος  γίνεται αναλυτική σχεδιαστική-κατασκευαστική πρόταση (συμπεριλαμβάνονται  φωτορεαλιστικές απεικονίσεις και animation) ενός νέου δυναμικού συστήματος  που ονομάζεται symbiont. Η παρουσίαση του συστήματος  συνοδεύεται από μελέτη αποτίμησης του ενεργειακού αντικτύπου και της ενεργειακής εξοικονόμησης,  με την χρήση του λογισμικού Ecotect. Επιπλέον αξιολογήθηκε η διαχείριση  του ετήσιου φυσικού φωτισμού (daylight factor)  με την χρήση του λογισμικού Diva for Rhino (4.0.2.24 x64 , Solema). Η προσομοίωση έγινε με βάση τα κλιματικά δεδομένα της Αθήνας (GRC_Athens.167160_IWEC).

Επιβλέπων: Τσαγκρασούλης Aριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 766

 

corpus alienum (λατινικά) > foreign body (αγγλικά) > ξένο σώμα (ελληνικά)

Δανειζόμενες από την ιατρική τον όρο corpus alienum, παρατηρήσαμε ότι ανήκει στoν κλάδο της τραυματολογίας και αναπτύσσεται ως φαινόμενο με την εισχώρηση ενός σώματος μέσα σε ένα άλλο σώμα. Τα ξένα σώματα είτε εισέρχονται και εξέρχονται την ίδια στιγμή είτε ένα μέρος εξ αυτών παραμένουν μέσα στους ιστούς. Δοκιμάζεται λοιπόν ο παραλληλισμός του φαινομένου αυτού με το φαινόμενο της μετανάστευσης, δηλαδή πώς γίνεται αντιληπτή η είσοδος των μεταναστών και μεταναστριών από την ελληνική επικράτεια. Η εννοιοδότηση του ξένου σώματος προσδιορίζεται μέσω της ετερότητας του ως προς αυτό που εκφέρει ελληνικά χαρακτηριστικά και τοποθετείται απέναντί του ως μη οικείο, ως ξένο σώμα. Αυτή η θέση λειτουργεί ως λίθος στην εποικοδόμηση του θεωρητικού μας πλαισίου.

Η παρούσα ερευνητική εργασία έχει ως πρόθεση να πραγματευτεί τις κοινωνικές και χωρικές εγγραφές της μετανάστευσης υπό το πρίσμα της έμφυλης προσέγγισης. Να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους οι αφηγήσεις, οι μετατοπίσεις και οι εργασιακές συνθήκες που αφορούν την μετανάστευση και το φύλο, παράγουν όρια και τόπους μέσα στα εθνικά συμφραζόμενα. Να εξετάσει πώς το φύλο, η κοινωνική τάξη και η εθνοτική ταυτότητα αφορούν όχι μόνο την εγγραφή τους στην μετακίνηση, αλλά και στη γενικότερη συγκρότηση της υπόστασης των υποκειμένων.

Σημαντική συμβολή αποτέλεσε η ανάγκη της επαφής και συζήτησης με τις ίδιες τις γυναίκες που έχουν προέλθει από την μεταναστευτική διαδικασία. Επιζητήσαμε την συνάντηση στους χώρους κατοικιών τους με σκοπό τη διερεύνηση της ζωής τους. Από αυτή την διαδικασία προήλθε η αναγνώριση της καταγραφής και της ανάδειξης των αφηγήσεων τους. Αυτό επιτεύχθηκε με δυο τρόπους, με την συλλογή των εξιστορήσεων τους και με την φωτογράφιση όλων των στοιχείων που θα συνέθεταν την εξέλιξη των ζωών τους σε ατομικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Επιβλέπων: Τζιρτζιλάκης Γιώργος

Αριθμός Αναφοράς: 803

 

Ο Βρετανός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας J. G. Ballard (1930-2009), μέσα από τα δυστοπικά του μυθιστορήματα πραγματεύεται τη σύνθετη σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του κόσμου γύρω του, του σύγχρονου τεχνολογικού τοπίου και την επίδρασή του στο ανθρώπινο σώμα και ψυχισμό. Επηρεασμένος από το σουρεαλισμό, τη φροϊδική ψυχανάλυση και τη γοτθική λογοτεχνία, τα έργα του Ballard εξερευνούν τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μυαλό και το σώμα. “Οι μεγαλύτερες εξελίξεις στο εγγύς μέλλον θα γίνουν, όχι στη Σελήνη ή τον Άρη, αλλά στη Γη. Το εσώτερο διάστημα, και όχι το απώτερο, είναι αυτό που πρέπει να εξερευνηθεί. Ο μόνος πραγματικά άγνωστος πλανήτης είναι η Γη», διακηρύσσει.

Το Crash είναι ένα από τα πιο γνωστά και αμφιλεγόμενα βιβλία του, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1973 και κατά πως φαίνεται πρόκειται για μια κυριολεκτική μεταφορά της επιθυμίας του Andy Warhol  “να γίνει μηχανή” και της διακήρυξης του Ballard πως η επιστημονική φαντασία είναι “το όνειρο του σώματος να γίνει μηχανή”. Το αυτοκίνητο λειτουργεί ως μια ακραία μεταφορά του καπιταλιστικού και (υπερ)τεχνολογικού κόσμου, το απόλυτο σύμβολο των φετιχοποιημένων καταναλωτικών επιθυμιών, με ύστατη επιθυμία αυτή της αυτο-εξόντωσης

Οι πρωταγωνιστές του, βρίσκουν την ηδονή μέσα στο αυτοκίνητο και τη φρίκη του αυτοκινητικού δυστυχήματος και κυριολεκτικά οδηγούν προς το θάνατο σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεφύγουν από τα παραλυτικά παράγωγα του πολιτισμού μας και να ανακτήσουν τις χαμένες τους ορμές και πόθους. Ορμές, που τουλάχιστον τους χαρακτήρες του Ballard, αξίζει κανείς να πεθάνει.

Επιβλέπων: Τζιρτζιλάκης Γιώργος

Αριθμός Αναφοράς: 802

 

Ο κινηματογράφος, έχοντας την ικανότητα να διαχειρίζεται τις χωρικές και χρονικές διαστάσεις της αντίληψης και να αναπτύσσεται ελεύθερα στον χώρο και το χρόνο, μπορεί να τοποθετηθεί σε μια παράλληλη σχέση με την αρχιτεκτονική. Η έννοια του χώρου, ως κοινός παρονομαστής των δύο τεχνών, εμπεριέχει στοιχεία που καθορίζουν την εμπειρία του θεατή, είτε πρόκειται για ένα αρχιτεκτόνημα, είτε μία ταινία.

Ο σκηνοθέτης, όντας το πρόσωπο που οριοθετεί τον φιλμικό χώρο, ορίζει μια νέα πραγματικότητα για το υποκείμενο – θεατή, δανειζόμενος πολλά στοιχεία και εργαλεία από την αρχιτεκτονική. Ένα τέτοιο παράδειγμα σκηνοθέτη αποτελεί η περίπτωση του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ενός από τους σπουδαιότερους και πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες του κλασικού κινηματογράφου. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία μέσα από τις πρωτοπόρες τεχνικές που ακολούθησε και τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο δημιουργούσε τον κινηματογραφικό χώρο.

Σήμερα, σε όλον τον κόσμο θαυμάζουν το έργο του Χίτσκοκ, το οποίο αποτελεί πηγή έμπνευσης για νέους σκηνοθέτες, αλλά και καλλιτέχνες όλων των τομέων, με το  περίφημο «χιτσκοκικό» ύφος έχει βρει πάμπολους μιμητές. Ο «χιτσκοκικός» χώρος, όχι μόνο προβάλει ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος περιβάλλον, αλλά, επίσης, δίνει τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη να ελέγχει τις κρυφές επιθυμίες του θεατή, κατευθύνοντάς τον σε οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμεί ο ίδιος. Έχοντας δικαιολογημένα χαρακτηριστεί ως «άρχοντας του σασπένς», έχει αποτελέσει πρόσωπο μελέτης διαφόρων συγγραφέων, κριτικών τέχνης και γενικότερα αναλυτών, τόσο για τον ίδιο ως μεμονομένο άτομο, όσο και για την πλούσια φιλμογραφία του, που παραμένει διαχρονική και τον έχει αναδείξει σε έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της έβδομης τέχνης.

Ποια είναι, όμως, συγκεκριμένα τα χωρικά χαρακτηριστικά που διέπουν τον «χιτσκοκικό» χώρο και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονταν ώστε να «ζωντανεύουν» οι ενοχικές σκέψεις του θεατή μέσα από την οθόνη;

Επιβλέπων: Παπαδόπουλος Σπύρος

Αριθμός Αναφοράς: 797

 

Ζώντας στην εποχή της τεχνολογίας, της μηχανής και της αυτοματοποίησης οδηγήθηκαμε στην απερίσκεπτη κατανάλωση της ενέργειας και, συνεπώς, στις ανεξέλεγχτες εκπομπές άνθρακα. Η Ευρώπη παρατηρώντας τις συνέπειες αυτές προχώρησε στην επιβολή ειδικών κανονισμών που στοχεύουν σε μεγάλη μείωση των μεγεθών αυτών. Δεδομένου του ότι τα κτίρια ευθύνονται κατά το μέγιστο για τις εκπομπές αυτές, οι αρχιτέκτονες θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις αρχές του σχεδιασμού τους. Η σκίαση ως ένα οικονομικό και ιδιαίτερα αποδοτικό μέσο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στον σχεδιασμό των κτιρίων, για την εξοικονόμηση της ενέργειας και τη διαχείριση των ηλιακών κερδών. Μελετώντας τα οφέλη, τη λειτουργία και τις εφαρμογές των συστημάτων σκίασης η συνολική έρευνα καταλήγει σε ένα νέο εξωτερικό σύστημα ικανό να μεταβάλλεται και να προσαρμόζεται σε κάθε όψη κτιρίου και σε οποιοδήποτε εξωτερικό περιβάλλον, ικανοποιώντας ταυτόχρονα τις ανάγκες του χρήστη και την αισθητική των κτιρίων.

Επιβλέπων: Τσαγκρασούλης Aριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 809

 

Το gentrification περιγράφει τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις μιας περιοχής μέσα από την εισαγωγή ιδιωτικών επενδύσεων και προσωπικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των αρχικών πληθυσμών χαμηλού εισοδήματος και την αντικατάστασή τους από μεσαία και υψηλά αστικά στρώματα. Αρχικά, εντοπίζεται στα αστικά κέντρα του δυτικού κόσμου και η σύλληψη του τείνει να κατηγοριοποιείται σε δυο διαφορετικές θεωρήσεις, την σχολή της προσφοράς και της ζήτησης. Η πρώτη εξετάζει την διαδικασία μέσα από τις οικονομικές και κοινωνικές δυναμικές της, ενώ η δεύτερη εστιάζει στην σχέση της με τα υποκείμενα και τις καταναλωτικές τάσεις. Πρόσθετα, έχει αναπτυχθεί μια ολιστική προσέγγιση που θέλει τις δύο πλευρές συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές. Hγεωγραφική επέκταση του gentrification από τα κέντρα στην περιφέρεια αναδεικνύει το χάσμα, τις αντιθέσεις και αλληλεπιδράσεις του δυτικού και του υπόλοιπου κόσμου. Προκύπτουν  έρευνες που συσχετίζουν αυτήν την επέκταση και την μεταποικιακή θεωρία και αποκαλούν το φαινόμενο νέα αστική αποικιοκρατία  λόγω της γεωγραφικής βίας που παράγει. Επιπλέον, κρίνεται σκόπιμη η οπτική στο θέμα ως επιστημολογία του Νότου, δομημένη σε απόσταση από την δυτικοκεντρική του ερμηνεία και σε άμεση σχέση με τις εμπειρίες των πληθυσμών του Νότου. Σε  μια προσπάθεια εστίασης σε κάποιο παράδειγμα πόλεως της περιφέρειας, εξετάζεται ο  εντοπισμός του gentrification σε κεντρικές περιοχές της Αθήνας μέσα από τη ματιά της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας. Στην Αθήνα, η βιβλιογραφία του gentrification χρησιμοποιείται  πρώτη φορά στο τέλος της δεκαετίας του 1980 για να αναλύσει την αναδιάρθρωση της συνοικίας της Πλάκας και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ο όρος ξεκινάει να χρησιμοποιείται για διάφορες περιοχές του κέντρου. Οι έρευνες καταλήγουν όμως στην εκδήλωση ενός σημειακού gentrification που παρατηρείται στην μικροκλίμακα και άλλων αστικών αλλαγών των οποίων η ένταξη στην ορολογία του φαινομένου προκαλεί προβληματισμό.

Επιβλέπουσα: Λυκουριώτη Ίρις

Αριθμός Αναφοράς: 833