Arch.Uth Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Arch.Uth UTH.gr English

Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στο Δ. Γαλατσίου στο Ν. Αττικής και πρόκειται για ένα οικόπεδο έκτασης 36στρ. και υψομετρικής διαφοράς 51μ. στην περιοχή Λαμπρινή και ανήκει στο Δήμο Γαλατσίου. Κύριο χαρακτηριστικό της περιοχής οι χρήσεις εκπαίδευσης, εμπορίου και αμιγούς κατοικίας που αναπτύσσονται γύρω από το οικόπεδο μελέτης, ενώ εντός των ορίων αυτού, βρίσκεται ένα σχολικό συγκρότημα που περιλαμβάνει δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο. Επιπλέον, εντός των ορίων του οικοπέδου στην νότια και δυτική πλευρά βρίσκονται κατοικίες.


Εξ’ αιτίας του ότι το οικόπεδο αποτελεί πρώην λατομεία, υπάρχουν σημεία με έντονη κλίση στα οποία η πρόσβαση είναι δύσκολη ή αδύνατη. Επισκεπτόμενοι το οικόπεδο στην υφιστάμενη κατάσταση παρατηρούμε πως υπάρχουν έξι σημεία πρόσβασης προς αυτό. Ο όγκος που καταλαμβάνει το οικόπεδο μέσα στο χώρο είναι σημαντικός εξ’αιτίας δύο χαρακτηριστικών του – μεγάλη έκταση και μεγάλη υψομετρική διαφορά – και έχει μεγάλη αξία ως τοπίο λόγω της θέασης της πόλης και λόγω του ότι είναι ένας κενός χώρος μέσα στο κέντρο της Αθήνας.


Η πρόταση αφορά στη δημιουργία ενός πάρκου αναψυχής, όπου το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται σε έναν απλό περίπατο, όπως συνηθίζεται, αλλά στον περίπατο σε συνδυασμό με το θέαμα. Το οικόπεδο της μελέτης, ενώ βρίσκεται στο κέντρο της περιοχής έχει την ιδιότητα να αποκόβεται από αυτήν και να εποπτεύει την πόλη. Για τον λόγο αυτόν αποτέλεσε ενδιαφέρον η ποικιλία της σχέσης του περιπατητή με την απόστασή του από τη γη. Έτσι, ο επισκέπτης πότε βρίσκεται πάνω στη γη, πότε πολύ ψηλά από αυτήν και πότε μέσα στη γη. Σε σχέση με τα παραπάνω και σε συνδυασμό με τις θεάσεις της πόλης της Αθήνας από ψηλά, έγινε μία επιλογή συγκεκριμένων σημείων του οικοπέδου, όπου με βάση τη στρατηγική τους θέση αναπτύχθηκαν οι βασικές χρήσεις του.
Έτσι, επιλέχτηκαν τα σημεία στάσης (αμφιθέατρο, εξέδρες, μονοπάτια), στα οποία ο περιπατητής βρίσκεται πάντα στο επίπεδο της γης.


Επίσης, αναπτύχθηκαν οι ενδιάμεσες διαδρομές (σκάλες, δίκτυο από ράμπες), οι οποίες συνδέουν τους τόπους στάσης μεταξύ τους. Τέλος, προτείνεται η δημιουργία ενός κτιρίου, το οποίο αναπτύσσεται μέσα στη γη. Στο κτίριο λαμβάνουν χώρα καλλιτεχνικές προβολές (video art και video projections), ενώ συνδέεται με τους αποθηκευτικούς χώρους, όπου βρίσκεται το αρχείο των προβολών.

Επιβλέπων: Αντονάς Αριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 47

 

Το θέμα της διπλωματικής εργασίας είναι η πρόταση κτιριακού συγκροτήματος αστεροσκοπείου καθώς και αναψυκτηρίου σε ορεινή περιοχή της Καστοριάς. Στην πρόταση πέρα από το κτιριολογικό πρόγραμμα προβλέπεται και η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.
Στοιχεία που επηρέασαν τη μελέτη είναι τόσο η ενσωμάτωση των πιο σύγχρονων τεχνολογικών εφαρμογών όσο και η εναρμόνιση με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περιοχής.
Αν και η παρατήρηση των αστεριών απασχόλησε είναι πολύ παλιά υπόθεση, οι τεχνολογικές δυσκολίες δεν έκαναν δυνατή την ταχεία και ευρεία ανάπτυξη οργανωμένων χώρων παρατήρησης-αστεροσκοπείων και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο σχεδίασης αλλά και κατασκευής τους.
Για να υπάρξουν όμως κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθούν στη μελέτη των αστεροσκοπείων θα πρέπει να γίνει αναφορά στους στόχους ενός τέτοιου κτιρίου. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σημειωθεί είναι η προστασία των οργάνων παρατήρησης καθώς και του γενικότερου μηχανολογικού εξοπλισμού και κατά δεύτερον η εργονομία, η εύκολη χρήση και η εξασφάλιση άνεσης του παρατηρητή. Επίσης, στην επιλογή της τοποθεσίας για την κατασκευή ενός αστεροσκοπείου πρωταρχικό ρόλο παίζει το κλίμα και η διαμόρφωση του εδάφους στην εκάστοτε περιοχή. Η εξασφάλιση καλής ορατότητας είναι αναγκαία ενώ στα θετικά στοιχεία συμπεριλαμβάνεται και η απομάκρυνση από εστίες τεχνητού φωτισμού που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ορατότητα προς τον ουρανό.

Σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί η προσαρμοστικότητα που θα πρέπει να έχει το κτίριο στις κλιματολογικές συνθήκες και συνεπώς και η επιλογή των υλικών στην κατασκευή του. Το κτίριο κατά τη λειτουργία του θα πρέπει να αποκτά όσο το δυνατόν ταχύτερα την εξωτερική θερμοκρασία ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να προστατεύει και τον παρατηρητή από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή θα πρέπει να αφήνουν ανεπηρέαστη την ατμόσφαιρα γύρω από το κτίριο. Για παράδειγμα ένα πέτρινο κτίριο τις μέρες με έντονη ηλιοφάνεια θα συγκρατούσε θερμότητα την οποία και θα απελευθέρωνε τις βραδινές ώρες προκαλώντας υδρατμούς που θα παρεμπόδιζαν την καλή λειτουργία του τηλεσκοπίου.

Τέλος ένα από τα θέματα που συνεχίζουν να διερευνούνται είναι και η μορφή που θα πρέπει να έχει ένα αστεροσκοπείο για να συνδυάζει λειτουργικότητα και ευκολία κατασκευής. Οι τρόποι απομάκρυνσης της οροφής ενός κτιρίου είναι πρώτον η κύλιση ολόκληρης της στέγης προς μια κατεύθυνση και δεύτερον η διάλυση της σε επιμέρους τμήματα. Στην πρώτη εκδοχή έχουμε ένα περιορισμό στην επιλογή σχήματος της στέγης καθώς προτιμούνται ορθογώνιες κατασκευές και ίσια στοιχεία που θα επιτρέπουν την εύκολη κύλιση. Το γεγονός αυτό κάνει πιο εύκολη την κατασκευή ενώ επίσης δημιουργεί και ένα πιο οικείο περιβάλλον προς τους χρήστες. Τα αρνητικά αυτής της εκδοχής είναι πρώτα από όλα η απαίτηση διπλάσιας κατειλημμένης επιφάνειας αφού θα πρέπει να συμπεριληφθεί και ο χώρος στον οποίο θα κυλήσει η στέγη. Μεγάλη επίσης προσοχή θα πρέπει να δοθεί στη βάση της στέγης ώστε να εξασφαλισθεί τόσο η στεγανότητα όσο και η συγκράτηση. Επιπλέον με το άνοιγμα του κτιρίου ο παρατηρητής βρίσκεται απόλυτα εκτεθειμένος στον αέρα, τη βροχή και το φως. Η δύναμη επίσης που θα κινήσει τη στέγη μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα ενώ τέλος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η θεμελίωση του κτιρίου ώστε να αποφευχθούν πιθανές υποχωρήσεις του εδάφους που θα προσέδιδαν κλίση στο κτίριο εμποδίζοντας την ομαλή κύλιση της στέγης.
Στον αντίποδα, η εκδοχή της «τεμαχιζόμενης» στέγης δεν απαιτεί επιπλέον επιφάνεια χώρου καθώς δεν υπάρχουν κυλιόμενα μέρη και όλα τα κομμάτια της στέγης συγκρατούνται με αρθρώσεις. Η κατασκευή είναι εύκολη και σχετικά οικονομική. Υπάρχουν όμως και σε αυτή την περίπτωση κάποια μειονεκτήματα. Τα κομμάτια της στέγης είναι βαριά με αποτέλεσμα το άνοιγμα και το κλείσιμο τους να είναι δύσκολο. Από κατασκευαστικής πλευράς εντοπίζεται σημαντικό πρόβλημα στην εξασφάλιση στεγανότητας στα σημεία επαφής των κομματιών ενώ είναι αδύνατο το απόλυτο άνοιγμα προς τον ουρανό καθώς θα πρέπει να υπάρχει ένα σημείο στην κορυφή της στέγης όπου θα ενώνονται όλα τα επιμέρους κομμάτια.
Στην μελέτη που ακολουθεί έχει επιλεχθεί η εκδοχή της κυλιόμενης στέγης. Ο χώρος παρατήρησης έχει ορθογώνια διάταξη και η στέγη κυλάει πάνω σε δύο παράλληλες δοκούς. Η λογική των παράλληλων δοκών καθόρισε και την γενικότερη διάταξη ολόκληρου του κτιριακού συγκροτήματος στο οποίο συναντώνται ορθογώνια παραλληλεπίπεδα τοποθετημένα παράλληλα μεταξύ τους ανάμεσα στα οποία υπάρχουν γραμμικά «τοιχία». Ολόκληρο το συγκρότημα διατρέχεται από μια λοξή διαδρομή που ξεκινά από το χώρο στάθμευσης και καταλήγει στο αναψυκτήριο τέμνοντας τις παράλληλες γραμμές που ορίζουν τα κτίσματα με τα «τοιχία». Την πρόταση συμπληρώνει η χάραξη δύο καμπύλων διαδρομών περιμετρικά του συγκροτήματος που αποσκοπούν τόσο στην περιήγηση ανάμεσα στο αστεροσκοπείο και το αναψυκτήριο όσο και στην εξερεύνηση – ξενάγηση της ευρύτερης περιοχής του λόφου.

Επιβλέπων: Τριανταφυλλίδης Γεώργιος

Αριθμός Αναφοράς: 32

 

Η κατανάλωση του φαγητού για το ανθρώπινο είδος ανέκαθεν αποτελούσε μία απαραίτητη και αναπόσπαστη διάσταση της καθημερινότητας. Αφορά μία βασική βιολογική ανάγκη του κάθε ατόμου, με στόχο την επιβίωση. Η κάλυψη, όμως, αυτής της ανάγκης δεν υφίσταται μέσω απλής συνήθειας ή ρουτίνας, αλλά επενδύεται και με ποικίλες συμβολικές διαστάσεις. Για όλους τους πολιτισμούς η κατανάλωση της τροφής δεν ήταν μόνο ένα βιολογικό δεδομένο, αλλά αποτελούσε και ισχυρό μέσο έκφρασης και διατήρησης ιδεολογιών και αντιλήψεων.
Ωστόσο, η επεξεργασία της τροφής, δηλαδή η μαγειρική, έχει ταυτιστεί με το χώρο της κουζίνας, και η κουζίνα, από την άλλη, είθισται να είναι τοποθετημένη σε έναν απομονωμένο και αποστειρωμένο χώρο μέσα στο σπίτι.
Στην παρούσα διπλωματική εργασία γίνεται μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της έννοιας της κουζίνας, προσέγγισης της σχέσης μεταξύ μαγειρικής και αρχιτεκτονικής, και συγκεκριμένα ερευνάται το αν η αρχιτεκτονική μπορεί να "διαβαστεί" και να διαμορφωθεί μέσω της μαγειρικής τεχνικής.
Το θέμα εστιάζει σε μικρή κλίμακα, λειτουργεί σε άμεση σχέση με το σώμα και διαμορφώνεται από αυτό. Αφορά ένα συλλογικό γεγονός, μία μαγειρική επιτέλεση, που πραγματώνεται όχι από ένα απομονωμένο άτομο, αλλά από ομάδα.
Έτσι, δημιουργείται ένα αντικείμενο, φορητό, που υπακούει στους όρους της μαγειρικής, και λειτουργεί εκτός των αυστηρών και συγκεκριμένων ορίων του σπιτιού. Κινείται στην πόλη, ενώ χρησιμοποιείται ως ένα είδος αστικού, αλλά ταυτόχρονα και οικιακού παιχνιδιού.
Επιπροσθέτως, εξετάζονται όλα τα στάδια επεξεργασίας και κατανάλωσης της τροφής, ενώ επαναπροσδιορίζεται η διάταξη των τμημάτων της "συνηθισμένης" κουζίνας. Τα κομμάτια του συγκεκριμένου αντικειμένου συνθέτονται, όπως συμβαίνει και στη μαγειρική, από τους ίδιους τους χρήστες. Η εν λόγω φορητή κουζίνα είναι απαλλαγμένη από τις κουραστικές καταναλωτικές πολυτέλειες, καλύπτοντας τις βασικές λειτουργίες και χρήσεις ενός αντίστοιχου χώρου.
Δημιουργείται μία κατασκευή, ένα υπαίθριο σκηνικό με ηθοποιούς τους ίδιους του χρήστες, που συμμετέχουν σε μία ομαδική προετοιμασία φαγητού, αλλά και σε ένα είδος "παράστασης", επιτέλεσης και παιχνιδιού, που καθιστά τη μαγειρική μία κοινωνική και δημόσια τελετουργία.

Επιβλέπουσα: Γιαννίση Φοίβη

Αριθμός Αναφοράς: 38

 

Η διπλωματική εργασία αφορά στη δημιουργία ενός νέου κελύφους στο κτίριο της αρχιτεκτονικής σχολής του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας. Στόχος είναι η απόδοση μιας νεας ταυτότητας που να αρμόζει περισσότερο στο χαρακτήρα της σχολής, χωρις όμως να αναιρεί και να καταργεί το υπάρχον κτίριο . Το κτίριο διατηρείται, κρατάμε το ίχνος του παλιού κελύφους και πάνω σε αυτό προσθέτουμε το νέο. Η μεταβλητότητα, η δημιουργία και γενικότερα η ζωή σε εξέλιξη θεωρήσαμε οτι είναι κάποια απο τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας αρχιτεκτονικής σχολής. Έτσι επιχειρήσαμε να μετατρέψουμε αυτά τα γνωρίσματα σε χωρικές ποιότητες ενώ από την υπάρχουσα κατασκευή διατηρούμε και ενισχυουμε το στοιχείο της διαφάνειας έτσι ώστε το κτίριο να αντανακλά τη ζωη που εμπεριέχεται μέσα σε αυτό.
Θελήσαμε να αποδώσουμε τη μεταβλητότητα μέσω μιας διαδραστικής σχέσης μεταξύ του κτιρίου και του χρήστη. Για το λόγο αυτό οι επεμβάσεις που προτείνονται δεν αποτελούν μόνο στατικές κατασκευές, αλλα έχουν δυναμικό χαρακτήρα αφου μπορούν να μεταβάλλονται ανάλογα με τη διάθεση και τις ανάγκες του χρήστη.
Επιπλέον τόσο το υπάρχον κτίριο όσο και το καινούργιο κέλυφος επιδέχονται ενεργειακή ανάλυση έτσι ώστε να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες άνεσης για τους χρήστες.
Η πρόταση οδηγεί σταδιακά από τη παλιά κατασκευή στο καινούργιο κελυφος και η κλίμακα των επεμβάσεων διαιρεί το κτίριο σε τρείς νοηματικές ενότητες που εναλλασσόνται στον κατακόρυφο άξονα.
 

Επιβλέποντες: Παπαδόπουλος Σπύρος, Βροντίση Μαρία, Τσαγκρασούλης Aριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 22

 

Το θέμα της διπλωματικής εργασίας σχετίζεται με το σχεδιασμό βιοκλιματικών κατοικιών για τους φοιτητές της ιατρικής σχολής στη Λάρισα. Η πρόταση αντιμετωπίστηκε τόσο ως μια επέμβαση στο τοπίο όσο και από ενεργειακής συμπεριφοράς ώστε να επιτευχθεί η ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου του κτιρίου.

Η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που ως τώρα λειτουργούσε σε κτίρια στο κέντρο της Λάρισας, μεταφέρεται σε μια περιοχή που ονομάζεται Μεζούρλο, εκτός πόλης και γειτνιάζει με το Περιφερειακό Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Φιλοξενεί περίπου 300 φοιτητές κάθε χρόνο. Στην περιοχή αυτή, είναι έντονη η παρουσία του φυσικού στοιχείου καθώς και το ανάγλυφο του εδάφους.

Οι βασικές αρχές της σύνθεσης στο θέμα βασίστηκαν στην αναζήτηση μιας χωροθέτησης, μορφης και τροπου λειτουργιας που θα εκμεταλλευονται κατά το περισσότερο δυνατό το ανάγλυφο του εδάφους, το νοτιο προσανατολισμο της περιοχής και τα κλιματικά χαρακτηριστικά της μέσω μια ς τελικης μορφης που δε θα παραβιαζει το τοπίο αλλά θα εντασσεται σ’αυτό ομαλα.

Αναπτυχθηκε μια τυπολογια κατοικίας λοιπόν, που βασιζομενες στο εδαφος χωροθετήθηκαν γραμμικά και παράλληλα πάνω στις υψομετρικές καμπύλες της περιοχής. Κάθετα σ’αυτές και ανάμεσα στις κατοικίες τοποθετήθηκαν χώροι που ορίζονται από γυαλί στους οποίους γίνεται εκμετάλλευση της ηλιακής ακτινοβολίας για τη θέρμανση του ζεύγους κατοικιών με τις οποίες αυτοί γειτνιάζουν με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για θέρμανση. Επίσης, τα ανοίγματα των κατοικιών μελετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατός ο φυσικός δροσισμός των σπιτιών τους καλοκαιρινούς μήνες. Κατά αυτόν τον τρόπο συγκροτήθηκαν ομάδες μονώροφων κατοικιών που αναπτύσσονται γραμμικά παράλληλα στο ανάγλυφο της περιοχής και στεγάζονται με φυτεμένη στέγη, τόσο για την καλύτερη ένταξη τους στο τοπίο όσο και για την καλύτερη ενεργειακή συμπεριφορά τους.

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην επαρκή μόνωση των εξωτερικών τοίχων, στα πλαίσια της οικονομίας υλικών. Αυτή αποτελείται από θερμομονωτικό υλικό πολυστερίνης πάχους 6 cm και αέρα πάχους 2 cm.

Το βασικό σύστημα θέρμανσης των συγκροτημάτων απαρτίζεται από ηλιακούς συλλέκτες που εδράζονται στη φυτεμένη στέγη με μια διάταξη η οποία συνομιλεί με τα όρια της στέγης (και με τις υψομετρικές καμπύλες ως επακόλουθο). Το νερό θερμαίνεται εκεί και αποθηκευτεί σε υπόγεια δεξαμενή για κάθε συγκρότημα συνολικά. Με τον τρόπο αυτό καλύπτεται περίπου το 60% των ενεργειακών αναγκών για θέρμανση. Βοηθητικά έχει εγκατασταθεί σύστημα με φυσικό αέριο.

Όπως προαναφέρθηκε, σε κάθε ζεύγος κατοικίας αντιστοιχεί ένας κοινόχρηστος ημιδημόσιος, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κυρίως, χώρος όπου συλλέγεται η ηλιακή ενέργεια μέσω υαλοπετασμάτων που καλύπτουν ένα τμήμα του. Αυτές οι μονάδες χώρου τοποθετούνται Κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες με νοτιο προσανατολισμο. Το δάπεδο τους αποτελείται από παραφίνη, ένα υλικό αλλαγής φάσης. Τους χειμερινούς μήνες, κατά τη διάρκεια της ημέρας, ζεστός αέρας του «θερμοκηπίου» αυτού, ανακυκλώνεται περνώντας μέσα από το δάπεδο και η θερμότητα αποθηκευτεί στο υλικό αυτό. Το βράδυ, ο αέρας από το εσωτερικό των κατοικιών περνά από το δάπεδο, θερμαίνεται και επιστρέφεται στο σπίτι θερμότερος.

Το καλοκαίρι οι παραπάνω χώροι «λύνονται», αφού τα πλαϊνά υαλοπετάσματα πτύσσονται με το σύστημα της φυσαρμόνικας και μετατρέπονται σε στεγασμένες κοινόχρηστες αυλές για τους ενοίκους.

Τα ανοίγματα προς το νότο καλύπτονται από πρόβολο ως προέκταση της στέγης ο όποιος όμως δεν απαγορεύει την είσοδο της ηλιακής ακτινοβολίας το χειμώνα στο εσωτερικό.

Τέλος, μέσω της τοποθέτησης επιμηκών ανοιγμάτων στη βορινή πλευρά κάθε κατοικίας και της εφαρμογής σκαψίματος εξωτερικά στο εδαφος στο σημείο επαφής με το κτίριο, επιτυγχάνεται η είσοδος δροσερού αέρα στο εσωτερικό κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.

Επιβλέποντες: Τροβά Βάσω, Τσαγκρασούλης Aριστείδης

Αριθμός Αναφοράς: 35

 

Η μελέτη ασχολείται με την ανάλυση και την αποκατάσταση μίας οχυρωμένης κατοικίας, το Μετόχι, που βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά από το χωριό Μαρουλάς στο Ρέθυμνο. Η ιστορία του κτιρίου φαίνεται να ξεκινάει τα τελευταία χρόνια της Ενετικής κυριαρχίας (17ος αιώνας). Τα κτίρια της περιόδου αυτής δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσμα η προστασία τους να είναι σχεδόν ανύπαρκτη (ιδίως στην Κρήτη). Η αρχιτεκτονική του αντιπροσωπεύει την τοπική κοινωνία των προηγούμενων αιώνων, η οποία στηριζόταν οικονομικά αποκλειστικά στην παραγωγή λαδιού, λόγω της καίριας θέσης του οικισμού στις παρυφές του ελαιώνα.
Το Μετόχι χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Στο ισόγειο βρίσκονται όλοι οι αποθηκευτική χώροι, οι στάβλοι και το ελαιοτριβείο. Η κατοικία καταλαμβάνει όλο τον όροφο. Η ακριβής χρήση του κάθε χώρου, λόγω τον εκτεταμένων αλλοιώσεων, μας είναι άγνωστη. Μπορούμε βέβαια να διακρίνουμε το χαμάμ και το τούρκικο λουτρό. Για την χρονολόγηση του κτιρίου δεν υπάρχουν αρχειακά δεδομένα και τα συμπεράσματα μας στηρίζονται αποκλειστικά στην επί τόπου παρατήρηση ή στη σύγκριση του κτιρίου με άλλα γνωστά χρονολογημένα παραδείγματα. Το βέβαιο είναι ότι οι οικοδομικές φάσεις του κτιρίου καλύπτουν όλο το διάστημα της Οθωμανικής παρουσίας στο νησί. Το Μετόχι βρίσκεται σήμερα σε γενικά κακή κατάσταση διατήρησης. Αφετηρία της εικόνας εγκατάλειψης είναι το 1924, έτος που το Μετόχι πέρασε σε χέρια προσφύγων από τη Μ. Ασία. Οι νέοι ένοικοι δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια για να προβούν σε μεθοδική συντήρηση. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το βομβαρδισμό του νότιου τμήματος του κτιρίου κατά τον β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκαλώντας του εκτεταμένες ζημίες. Παρόλα τα δεινά που υπέστη, η στατική επάρκεια των σωζόμενων τμημάτων είναι αξιοπρόσεκτα καλή.
Η νέα χρήση που προτείνεται είναι για το ισόγειο καφέ-εστιατόριο και για τον όροφο ξενώνας, καθώς φάνηκε από την ανάλυση ως η πιο συμβατή και παράλληλα κατάλληλη σε σχέση με τις σημερινές χρήσεις στον οικισμό. Καθώς η αρχική χρήση των χώρων είναι ανεπιβεβαίωτη, η χωροθέτηση των νέων λειτουργιών γίνεται με βάση τα ζητούμενα της νέας χρήσης, ενώ γίνεται προσπάθεια να διατηρηθούν οι χρήσεις στα σημεία που είναι γνωστές. Ο φρουριακός χαρακτήρας του συγκροτήματος δεν μας επιτρέπει έντονες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις. Έτσι επιλέγεται μία ήπια συμπλήρωση των κατεστραμμένων τμημάτων, διαφοροποιημένη ελαφρώς από τα σωζόμενα τμήματα. Στον εξωτερικό χώρο γίνονται οι απαραίτητες διαμορφώσεις ώστε να είναι προσπελάσιμος, ενώ στη οτιανατολική πλευρά διαμορφώνεται ο υπαίθριος χώρος του εστιατορίου.

Επιβλέπουσα: Θεολογίδου Κλεοπάτρα

Αριθμός Αναφοράς: 53

 

Η ιδέα αυτής της διπλωματικής εργασίας, σκοπό έχει να μιλήσει με μια εγκατάσταση στη φύση, που η λειτουργία της θα συνδέεται με αυτή, θα συνδυάζεται και τελικά θα παράγει έναν χώρο, ο οποίος καλείται να εναρμονιστεί με το περιβάλλον του, τόσο λειτουργικά όσο και μορφολογικά. Ένας υδροηλεκτρικός σταθμός με την παράλληλη λειτουργία ενός μικρού φράγματος και τη διαμόρφωση μιας περιπατητικής διαδρομής, που εισβάλει σε έναν φυσικό τόπο και διεκδικεί θέση, όχι τόσο με το μέγεθός του όσο με την δομή και τη λειτουργία του. Επεμβάσεις σημειακές, που προσδοκούν να δημιουργήσουν στάσεις μέσα στο συνεχές, φυσικό τοπίο και να εναλάσσουν τους ρόλους λειτουργικής και μορφικής εξάρτησης και αυτονόμησης από την φυσική δομή.

Επιβλέπων: Τριανταφυλλίδης Γεώργιος

Αριθμός Αναφοράς: 30

 

Αντικείμενο της διπλωματικής εργασίας αποτέλεσε ο σχεδιασμός φαρμακευτικού καταστήματος στην πόλη του Βόλου. Βασική μεθοδολογική αρχή αποτελεί η θέση ότι η σχεδιαστική σκέψη συγκροτείται και διατυπώνεται εντός των σχεδιαστικών μέσων (design media). Η εργασία διαχωρίζεται σε δύο διακριτές φάσεις σχεδιασμού, οι οποίες αντιστοιχούν στον τρόπο ανάπτυξης της κεντρικής ιδέας (concept) σε αρχιτεκτονικό χώρο:

1) Στο ‘ημερολόγιο’ των διαγραμμάτων και
2) Στην ειδική εφαρμογή των ανοιχτών ιδεών του ημερολογίου στο επιλεγμένο οικόπεδο.

Ως πρώτη φάση ορίζεται το σχεδιαστικό αποτέλεσμα της αναλυτικής και συνθετικής διαχείρισης:
α) βασικών εννοιών, οι οποίες σχετίζονται με τη διεύρυνση του προγράμματος του φαρμακείου,
β) ιδιοτήτων του κοινωνικού χώρου: το όριο ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χαρακτήρα του εμπορικού χώρου,
γ) αναφορών σε μορφές, οι οποίες ενεργοποιούνται μέσα από τη διεύρυνση του προγράμματος.

Μέσο σχεδιασμού, στη πρώτη φάση, είναι κατά κύριο λόγο, η αποτύπωση με φωτογραφικό τρόπο της επιτόπιας δράσης ανθρώπων στο χώρο υπαρχόντων φαρμακείων και στη συνέχεια η συνθετική επεξεργασία των δεδομένων με τη χρήση του προγράμματος illustrator.
Στη δεύτερη φάση ελέγχονται οι ανοιχτές ιδέες των διαγραμμάτων μέσα από την εφαρμογή τους στα δεδομένα του υπάρχοντος κελύφους, το οποίο επιλέγεται για τη στέγαση του καταστήματος. Η οριστική μορφή των σχεδιασμένων στοιχείων του χώρου προκύπτει μόνο μέσα από τη διαστασιολόγησή τους.
Εφαρμογή
Το κατάστημα τοποθετείται σε υπάρχον ισόγειο κατάστημα, 116τ.μ., πενταόροφης πολυκατοικίας επί των οδών Κουμουνδούρου και Ορφέως. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας χώρος φαρμακείου ο οποίος θα λειτουργεί δυναμικά στον άμεσο αστικό χώρο.
Το μοτίβο της φόρμας της κάψουλας γενικεύεται ως μορφολογική επιλογή στο σχεδιασμό του καταστήματος, αποτελώντας συμβολική αναφορά στο φαρμακευτικό σκεύασμα και την εισαγωγή του στο ανθρώπινο σώμα με στόχο την ίαση.

Επιβλέποντες: Ψυχούλης Αλέξανδρος, Λυκουριώτη Ίρις

Αριθμός Αναφοράς: 45