Arch.Uth Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Arch.Uth UTH.gr English

Η διπλωματική πραγματεύεται τη δημιουργία μιας γειτονιάς δίπλα από τα βυζαντινά Τείχη της Θεσσαλονίκης. Η περιοχή του Εσκί Ντελίκ (Καλλιθέα), όπως και οι περισσότερες κατά μήκος των Τειχών, αντικατοπτρίζει την οικιστική ιδιαιτερότητα της πόλης. Ελικοειδή δρομάκια, προσφυγόσπιτα, πολυκατοικίες του 70' και φροντισμένοι βυζαντινοί ναοί συνθέτουν ένα χώρο, συν τω χρόνω. Από τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του 17ου αιώνα και τη μετανάστευση της καταστροφής του '22 έως τη μεταπολεμική περίοδο και τις νεοελληνικές πατέντες, δημιουργείται ένας χώρος φορτισμένος. Στην περιοχή έχουν καταφέρει να διατηρηθούν τέτοιοι χωρικοί συντελεστές οι οποίοι υπαγορεύουν κυρίως έναν τρόπο κατοίκισης, με βασικούς άξονες τη σχέση με το Τείχος, τον υπαίθριο χώρο και το τοπίο στα όρια μιας μητροπολιτικής περιοχής. Η εργασία δεν προτείνει ένα ανακαινισμένο κατοικείν, αλλά μια μεταφορά των όρων κατοίκισης και την ένταξη τους στο σύγχρονο χώρο της πόλης. Προτείνει δηλαδή έναν σύγχρονο τρόπο ζωής σχεδιάζοντας με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της περιοχής που μέχρι σήμερα δημιουργούν χώρο στο Εσκί Ντελίκ, με τους ανάλογους όρους. Η σύνθεση αφορά τη δημιουργία δέκα κατοικιών, μιας αγοράς και καταστημάτων αλλά και τη σχέση της κατοίκησης και του τοπίου με το δημόσιο και φυσικό χώρο. Η αγορά, ο κυρίαρχος δημόσιος χώρος, διαφοροποιείται γεωμετρικά προσπαθώντας να τονιστεί η θέση του στην επέμβαση, ενώ ο φυσικός χώρος, ο βράχος και οι κλίσεις του εδάφους γίνονται προσβάσιμοι δημιουργώντας μια μίξη φυσικού και τεχνητού, που δίνει την ευκαιρία στους κατοίκους να κινηθούν προς το Τείχος.

Επιβλέπων: Τριανταφυλλίδης Γεώργιος

Αριθμός Αναφοράς: 567

 

Κάποια πειθαρχία με τον πειστικό νόμο του πράττειν κατάφερε να επιβάλλει ένα κανονιστικό μοντέλο ενεργειών που αποσκοπεί στην αιχμαλώτιση των υποκειμένων σε ένα κλειστό προς παρακολούθηση πλέγμα. Το φαίνεσθαι ενός ιδανικού τρόπου ζωής που επιβάλει το «πίστευε ό,τι βλέπεις» και απορρίπτει καθετί μη ορατό. Οι πλέον απίθανες πρακτικές αποκλείονται ως αδιανόητες εξαιτίας της υποταγής στην τάξη που αρνείται το μη αποδεκτό και επιδιώκει το αναπόφευκτο. Έτσι ο χρήστης υποκύπτει στη θέληση να πιστέψει στην πίστη των άλλων, στην επιβεβλημένη πίστη. Με αυτόν τον τρόπο όμως δε συλλαμβάνεται ούτε η αντικειμενική αλήθεια ούτε το υποκειμενικό βίωμα της πίστης, διότι ο λόγος δεν είναι αρκετός. Το υποκείμενο μετατάσσοντας τον εαυτό του από παθητικό καταναλωτή σε ενεργό παραγωγό χρήσεων κατέχει τη δύναμη να δημιουργήσει τη δική του τροπικότητα τελέσεων. Μέσω αυτής της αυτο-επινόησης τρόπων του πράττειν, ο χρήστης μπορεί να αντισταθμίσει τις βουβές επιβεβλημένες μεθόδους που διαμορφώνουν την κοινωνικοπολιτική τάξη πραγμάτων. Ελιγμοί και τακτικές, που λειτουργούν ως ένα είδος εντροπίας, αδράττουν την «ευκαιρία» και αποδρούν από την αιχμαλωσία των κλειστών πλεγμάτων δημιουργώντας ρωγμές μέσα σε αυτά, αναταράσσοντάς τα, καθιστώντας τα, έστω και προσωρινά, ανοιχτά. Νέες τροπικότητες που συναντώνται πρωταρχικά στο πιο άμεσο και οικείο καταφύγιο του χρήστη, στην κοσμική μικρογραφία της κατοικίας. Μέσα σ΄αυτήν παρουσιάζονται πρακτικές που εκφράζουν μη-πραγματικότητες, οι οποίες δανείζονται τον πραγματικό τόπο για να δομήσουν τη δική τους σκηνή με όρους φαντασιακούς, να στήσουν το δικό τους παιχνίδι. Η γλώσσα των πρακτικών εκφράζει πολυσύνθετες λογικές, τις οποίες καμία τυποποίηση δεν μπορεί να υποψιαστεί. Εκπροσωπεί απόρθητους από την εξουσία τόπους, ου-τόπους, οι οποίοι παρεμβάλουν στο χώρο τον ξένο και αόρατο χρόνο συμπυκνωμένων ετερογενειών, διαστρεβλώνοντας το νόμο του τόπου και παρουσιάζοντας μέσα στο χώρο την ύπαρξη των υποκειμένων ως πολυδιάστατη, σε επικοινωνία με τον κόσμο. Αυτές οι μη-πραγματικότητες παρουσιάζουν στην ουσία διαφορετικές εν δυνάμει πραγματικότητες, οι οποίες υπάρχουν μεν αλλά δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμα.

Επιβλέποντες: Κοτιώνης Ζήσης, Ωραιόπουλος Φίλιππος

Αριθμός Αναφοράς: 545

 

Το αρχειακό αναφέρεται στην έννοια του αρχείου, τη συλλογή ιχνών που χρησιμεύουν για την ανάγνωση, την ανάμνηση, ή την τεκμηρίωση γεγονότων. Το μητροπολιτικό πάρκο τα καταγράφει, τα αποθηκεύει και τα φυλάσσει.

Το πληροφοριακό αναφέρεται στην πληροφορία, δίνει πληροφορίες. Το πάρκο αποτελεί ένα σύνολο στοιχείων, μηνυμάτων, περιέχει και μεταδίδει μια γνώση για κάποιον ή κάτι.

Το πρότζεκτ μας στοχεύει στη δημιουργία ενός μουσείου καθώς διαχειρίζεται αυτές τις δύο έννοιες. Το μουσείο αναπτύσσεται σε μια έκταση 107 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, σε ένα οικόπεδο που περιβάλλεται από την Ιερά Οδό, τη Λεωφόρο Κηφισού, την Πλούτωνος και την Ορφέως. Θεωρούμε ότι η εικόνα του μουσείου, το περιέχον και το περιεχόμενο είναι στοιχεία μιας θεώρησης του ως τόπου μιας συνολικής αντίληψης και εμπειρίας. Η εικόνα του κτηρίου ως δημόσιου αρχιτεκτονικού έργου είναι σημαντικό στοιχείο, λειτουργικό και συμβολικό και συχνά, ως μνημείο, γίνεται καθοριστικός πυρήνας συγκρότησης του αστικού χώρου. Η κλίμακα της έκτασης που έχουμε να διαχειριστούμε, το πρόγραμμα του μουσείου που θα οδηγήσει  στη δημιουργία των εκθεμάτων που θα φιλοξενηθούν, η αντιμετώπισή του ως τόπο της σύγχρονης πραγματικότητας και η συμμετοχή του ως ενεργό προβληματισμό καθορίζει σημαντικά τον σχεδιασμό του.

Η κλίμακα που αναπτύσσεται το μουσείο αλλά και οι πολεοδομικές αρχές που χρησιμοποιούνται για την χωροθέτηση των τμημάτων του τις θεωρούμε σημαντικές για την ανάδειξη μιας αρχαιολογίας του σήμερα. Η φάση της έκθεσης των μητροπολιτικών ιχνών δεν θα αρχίσει τη στιγμή της δημιουργίας των εγκαταστάσεων του μουσείου. Οι κάτοικοι της μητρόπολης της Αθήνας θα ενημερωθούν για την δημιουργία τους και θα τους ζητηθεί να τις κατοικήσουν για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα. Θα δοθούν προς λειτουργία χωρίς χρηματικό αντίτιμο, το αντίτιμο (για όσους συμφωνήσουν να μείνουν) θα αποτελέσουν τα ίχνη που θα αφήσουν πίσω τους, μετά την εγκατάλειψη του χώρου του μουσείου.

Επιβλέποντες: Γαβρήλου Έβελυν, Πανηγύρης Κωστής

Αριθμός Αναφοράς: 552

 

Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι ιδιαιτερότητες της κατοίκησης σε δυο παλιές πέτρινες κατοικίες στις πλαγιές του Κισσάβου, οι οποίες από τη δεκαετία του ’80 χρησιμοποιούνται ως κατοικίες διακοπών, αποτελεί την απαρχή της παρούσας διπλωματικής εργασίας.

Χαρακτηριστικά όπως η εναλλαγή του μέσα και του έξω κατά τη μετάβαση των χώρων, η κατοίκηση της αυλής ως μιας άλλης υπαίθριας κατοικίας και η εστίαση σε κάποιες χαρακτηριστικές «γωνιές» του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, θα αποτελέσουν τα «υφάδια» για τη δημιουργία μιας θερινής κατοίκησης σε κάποιο άλλο οικόπεδο του χωριού.

Ως στημόνι που πάνω στο οποίο θα πλεχθούν τα υφάδια αυτά, χρησιμοποιείται το θεωρητικό σχήμα της εκδίπλωσης της κάτοψης, σχήμα που προέρχεται από μια σπουδή για την «εκδίπλωση του μέσα στο έξω» στο μάθημα θεωρία του τοπίου.

 Η υπάρχουσα κάτοψη θα δώσει και την κάτοψη η οποία θα χρησιμοποιηθεί για τη διαδικασία της εκδίπλωσης. Η μετέπειτα επεξεργασία της επιλεγμένης «εκ διπλωμένης κάτοψης» και η προσαρμογή της στη μορφολογία του νέου οικοπέδου, οδηγούν στη δημιουργία ενός υπαίθριου «παραθεριστήριου», ενός υβριδίου μόνιμης κατοικίας διακοπών και κατασκήνωσης. Η διάταξη των τοίχων και οι κόγχες που ανοίγονται σ’ αυτούς, δημιουργούν γωνιές υπαίθριας κατοίκησης για το καλοκαίρι.

Επιβλέποντες: Γαβρήλου Έβελυν, Λυκουριώτη Ίρις

Αριθμός Αναφοράς: 540

 

Η διπλωματική εργασία διαπραγματεύεται τη δημιουργία αθλητικού λυκείου-αθλητικού κέντρου στο χώρο, που αποτελούσε το παλαιό συγκρότημα των σφαγείων Βόλου. Πρόκειται για βιομηχανικό συγκρότημα, το οποίο και σήμερα παραμένει εγκαταλελειμμένο μέσα στον αστικό ιστό της πόλης του Βόλου. Συγκεκριμένα, το κτιριακό συγκρότημα βρίσκεται στην περιοχή Μπουρμπουλήθρα, μια υποβαθμισμένη ακόμα και σήμερα περιοχή, με ελάχιστη παρουσία βιοτεχνιών και με μικρό οικιστικό χαρακτήρα.

Η κατασκευή των παλαιών δημοτικών σφαγείων άρχισε το 1958 και ολοκληρώθηκε το 1961. Αρκετά χρόνια αργότερα, το κτιριακό συγκρότημα κρίθηκε ακατάλληλο από υγειονομικής άποψης. Τα σφαγεία Βόλου μεταφέρθηκαν σε καινούριο κτίσμα, πάνω από τη Λεωφόρο Αθηνών, στην περιοχή του Ξηριά (οδός Λάζου).

Η παρέμβαση που προτείνεται προβλέπει τη δημιουργία σχολικού συγκροτήματος με τους κύριους χώρους του σχολείου να τοποθετούνται στο κέντρο του οικοπέδου και στα υφιστάμενα κτίσματα των σφαγείων. Οι υποστηρικτικές χρήσεις, αυτές του αμφιθεάτρου και της βιβλιοθήκης, τοποθετούνται στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου, ενώ οι αθλητικοί χώροι (κλειστό γυμναστήριο, ανοιχτά γήπεδα και ανοιχτή πισίνα) στη δυτική πλευρά του οικοπέδου. Η λογική του σχεδιασμού των επιπρόσθετων κτιρίων βασίστηκε σε δύο παράλληλους άξονες κίνησης, που θα επιτρέπουν  αφενός την πρόσβαση σε όλους τους χώρους του κτιριακού συγκροτήματος και αφετέρου στην ανεξάρτητη λειτουργία της σχολικής μονάδας και του αθλητικού κέντρου. Τα υλικά κατασκευής των νέων κτισμάτων θα είναι το μέταλλο και το γυαλί, ώστε να δημιουργήσουν ελαφριές κατασκευές, σε αντίθεση με την υπάρχουσα βαριά κατασκευή των σφαγείων.

Με την προτεινόμενη παρέμβαση θα επιτευχθεί η αναβάθμιση της περιοχής και η περαιτέρω ανάπτυξη της.

Επιβλέπων: Αδαμάκης Kώστας

Αριθμός Αναφοράς: 531

 

Στο πολυετές αίτημα για την ανέγερση τεμένους για τις λατρευτικές ανάγκες του μουσουλμανικού πληθυσμού της Αθήνας, η μελέτη αυτή ανακινεί τη συζήτηση του πώς εντάσσεται το ισλαμικό αρχιτεκτονικό στοιχείο στο ευρωπαϊκό τοπίο και ιδιαίτερα στο ιδιόμορφο αθηναϊκό περιβάλλον. Στο όριο μεταξύ της ημιτελώς κατοικημένης γης του Βοτανικού και της παρακμάζουσας βιομηχανικής ζώνης, η χωροταξική επιλογή του θρησκευτικού συγκροτήματος προσφέρει μια αναζωογονητική διέξοδο για την εξάπλωση του γειτονικού φαινομένου του Μεταξουργείου, ακόμη δυτικότερα. Απαντώντας στην διαρκώς εξελισσόμενη σύσταση του αθηναϊκού μουσουλμανικού στοιχείου, το θρησκευτικό συγκρότημα καλείται να αναλάβει έναν χαρακτήρα ισλαμικά «ξενο-δοχειακό». Βασική αρχή αυτής της επιλογής, είναι η λατρευτική συμβατότητα του χώρου με τις υπάρχουσες μουσουλμανικές κοινότητες και το εύρος των παραδόσεών τους αλλά και με αυτές που δυνητικά θα προκύψουν στο μέλλον. Η αρχιτεκτονική του Ισλάμ αντιμετωπίζεται με τη λογική της ένταξης σε τρεις άξονες: την κοσμική ερμηνεία της, με χρήση του αρχιτεκτονικού τυπολογίου της ακρο-δυτικής Αθήνας, τη χάραξη του συγκροτήματος σε σχέση με τη ρυμοτομική χάραξη του ευρύτερου τετραγώνου και τέλος, την υποστηρικτική του λειτουργία ως ένας πάροχος κοινωφελούς έργου, ανθρωπιστικής και επιμορφωτικής φύσης που θα αρθρώνει όχι μόνο στην κοινωνικά ευαίσθητη ομάδα των μουσουλμάνων αλλά και στην πλειοψηφούσα και σκεπτική ιθαγενή κοινότητα.

Επιβλέπων: Στυλίδης Ιορδάνης

Αριθμός Αναφοράς: 542

 

Η διπλωματική αυτή εργασία αφορά στο σχεδιασμό της κατοικίας ενός αρχαιοφύλακα με χώρους φιλοξενίας στη νήσο Ρήνεια.

Οι μέχρι στιγμής αρχαιολογικές ανασκαφές της περιοχής έφεραν στο φως τα λείψανα αρχαίου οικισμού, ηρώα και ιερά, τάφους, βωμούς, σαρκοφάγους, διάσπαρτες αγροικίες της αρχαιότητας, υλικές μαρτυρίες του παρελθόντος. Για την διενέργεια συστηματικών, όμως, ανασκαφών  απαιτούνται κάποιες περιορισμένες αλλά βασικές κτιριακές υποδομές.

Κεντρικό άξονα σχεδιασμού αποτελούν οι δύο εσωτερικές αυλές γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις. Ο κύριος διάδρομος, ο οποίος βρίσκεται στο μέτωπο προς τη θάλασσα, συνδέει τις δύο αυλές ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως χώρος έκθεσης μικρών ευρημάτων.

Συνολικά, η πρόταση χωρίζεται σε τρεις ζώνες-περιοχές. Στην πρώτη βρίσκεται η κεντρική αυλή την οποία περιστοιχίζει η κατοικία του αρχαιοφύλακα που διαθέτει χώρους διαμονής και για την οικογένειά του. Πιο συγκεκριμένα, η κατοικία περιλαμβάνει δύο υπνοδωμάτια, κουζίνα, σαλόνι και ένα γραφείο. Η δεύτερη ζώνη αποτελεί έναν ενδιάμεσο - μεταβατικό χώρο που στεγάζει τις κοινόχρηστες λειτουργίες - την βιβλιοθήκη, την κοινόχρηστη κουζίνα και έναν ημιυπαίθριο χώρο, ο οποίος συνδέει τις δύο αυλές. Στην τρίτη περιοχή υπάρχουν οι τρεις ξενώνες και τα εργαστήρια για το επιστημονικό, τεχνικό και ερευνητικό προσωπικό των ανασκαφών. Στη ίδια περιοχή συναντάται επίσης και η δεύτερη αυλή, η οποία λειτουργεί ως υπαίθριος χώρος κατεργασίας και έκθεσης των ευρημάτων.

Τέλος, το δώμα είναι βατό, ενώ από το ύψος του υπάρχει πλήρης εποπτεία και θέαση του νησιού και τμήματος της Δήλου.

Επιβλέπων: Καναρέλης Θεοκλής

Αριθμός Αναφοράς: 534

 

Η παρούσα διπλωματική εργασία “ΚΑΤΟΙΚΩΝΤΑΣ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ,πειράματα ελιγμών επιβίωσης” αναζητά μεθόδους επέμβασης στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της υπαίθρου και πως αυτά θα μπορούσαν να κατοικηθούν-επαναχρησιμοποιηθούν. 

Πεδίο άσκησης, η περιοχή της Μάνης.

Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και οι κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις δημιούργησαν και δημιουργούν ένα τεράστιο πλεόνασμα κτισμάτων, ενός αποθέματος αρχιτεκτονικών καταλοίπων στην ελληνική επαρχία.

Μέσα από την εκτενή έρευνα των ερειπωμένων κτισμάτων της Μάνης και συγκεκριμένα των πυργοκατοικιών, αναζητείται ένας τρόπος για την “σωτηρία” αυτών.

Δημιουργείται μια ξύλινη κατασκευή “Η ΜΑΝΗΤΣΑ” που λειτουργεί παρασιτικά μέσα στις υπάρχουσες πυργοκατοικίες.

Η έννοια της ενεργοποίησης των ερειπωμένων πυργοκατοικιών είναι καθοριστική για την ανάδειξή τους, εμπεριέχει την βιωματική εμπειρία του χρήστη μέσα στο κτίσμα άρα και με την Μάνη και διαμορφώνει δεσμούς με το παρελθόν.

Επιβλέπουσα: Γαβρήλου Έβελυν

Αριθμός Αναφοράς: 550