Το ερώτημα «τι είναι η εικόνα» μας απευθύνεται με επιτακτικό τρόπο σε μια ιστορική στιγμή όπου παραδοσιακές φιλοσοφικές «απορίες» δεν τίθενται πλέον μόνο ως γλωσσικά προβλήματα και γνωσιοθεωρητικά ερωτήματα, αλλά ως οπτικά αινίγματα. Ο φιλόσοφος Hans Jonas αναφέρθηκε ήδη το 1961 στην έλευση αυτού του νέου homo pictor, ενώ το ίδιο έτος ο Henri Lefebvre ανοίγει το δρόμο για νέες εννοιολογήσεις της «εικόνας ως πράξη». Ιδιαίτερα διαμέσου της ενασχόλησης της φαινομενολογίας με τη μοντέρνα και σύγχρονη τέχνη, έφτασε η εποχή της ονομαζόμενης «οπτικής στροφής» στον φιλοσοφικό στοχασμό («pictorial», «imagic», «iconic» ή «visualistic turn») και στην καθιέρωση νέων πειθαρχιών (visual studies, Bildwissenschaft), επέκεινα της ιστορίας της τέχνης.
Αφήνοντας κατά μέρους τις συζητήσεις περί της αναπαραστατικής ικανότητας και εγκυρότητας της εικόνας, το μάθημα πρεσβεύει ότι οι εικόνες δεν αντανακλούν ή αναπαριστούν απλώς την κοινωνική εμπειρία, αλλά έχουν τελεστική δύναμη, αποτελώντας μηχανισμούς υποκειμενοποίησης. «Το σύγχρονο άτομο υφίσταται μόνο εφόσον μπορεί να γίνει εικόνα», ενέχοντας σε κοινωνικά προκαθορισμένες και ιστορικά διαμορφωμένες «διατάξεις εξεικόνισης» ή οπτικές διατάξεις (visual dispositif) – ένας όρος που εισάγεται στην θεωρία από τον Foucault, Deleuze και Agamben. Η «οπτική διάταξη» αποτελεί τη βασική διερευνητική κατηγορία η οποία διαμορφώνεται από ρηματικές θεωρίες (discursive), εικονιστικές θεωρίες (iconic) και λειτουργιακές θεωρίες (operative). Ποια είναι η δια-ιστορική αναφορά στις έννοια του υποκειμένου έτσι όπως αυτό ορίζεται από την κριτική διαπραγμάτευση και συνεχή διερώτηση για το τι είναι μια «εικόνα». Ποια είναι η σχέση των διαδικασιών εξεικόνισης με την κοινωνία καθώς και με τα οπτικά καθεστώτα (visual regimes) που αναπαράγονται μέσω αυτής; Και κατά πόσο αποτελεί η εικόνα ένα χώρο αναστοχασμού του σύγχρονου πολιτισμού εν γένει;
Ταυτόχρονα το μάθημα διερευνά τις φιλοσοφικές τοποθετήσεις που επέτρεψαν αυτού του είδους αμφισβήτησης της υπεροχής του οφθαλμοκεντρικού στοχασμού ως κυρίαρχου γνωσιοθεωρητικού παραδείγματος, είτε μέσω της κατάρριψης του «υπερβατικού» χαρακτήρα της προοπτικής αναπαράστασης, την επαναφορά της σωματικότητας του νοητικού υποκειμένου, την πρόταξη της αντιλαμβανόμενης συνείδησης έναντι του πράγματος ή την επανεκτίμηση του χρόνου υπέρ του χώρου (Martin Jay).
Το μάθημα περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεματικές ενότητες: η προοπτική ως συμβολική μορφή (Ernst Cassirer, Erwin Panofsky), εικονιστική αναπαράσταση ως ειδική περίπτωση της «καταδήλωσης» (Nelson Goodman), η ρητορική των εικόνων (η «εικονολογία» του W.J.T. Mitchell), οπτικές μεταφορές ως γνωσιακά όργανα (η «μεταφορολογία» του Hans Blumenberg: το σπηλαίο στον Πλάτωνα - η πανοπτική φυλακή στον Michel Foucault), η «διαλεκτική» εικόνα (Walter Benjamin), η εικόνα ως σωματικότητα (Maurice Merleau-Ponty), η εικόνα ως μηχανισμός υποκειμενοποίησης (Jacques Lacan), η κινηματογραφική διάταξη ως εικόνα (Christian Metz), τεχνικά κοσμοείδωλα και οθόνες (Paul Virilio), ο κόσμος ως προσομοίωση [simulacrum] (Jean Baudrillard), η «συμπτωματική» εικόνα (Didi-Huberman), η εικόνα ως τέλεση (Sachs-Hombach).
Το μάθημα διερευνά αυτές τις κοσμοθεωρήσεις ερμηνεύοντας παραδείγματα από σύγχρονες οπτικές διατάξεις όπως τη ζωγραφική ή τεχνολογικά παραγόμενη, φωτογραφική, κινηματογραφική και ψηφιακή εικόνα, οι άλλες πλείστες «χωρικές» εικόνες, όπως αυτές στην καλλιτεχνική εγκατάσταση, στην αρχιτεκτονική, στο θέατρο, το χορό, την εικαστική δράση καθώς και «πικτογραφίες εικόνες» μιας μουσικής παρτιτούρας ή ενός ποιητικού κειμένου.
Η οργάνωση του μαθήματος βασίζεται: σε α) θεματικούς κύκλους διαλέξεων, β) προφορικές παρουσιάσεις εκ μέρους των φοιτητών επιλογής αποσπασμάτων από το συνολικό έργο σημαντικών εκπροσώπων της θεωρίας, γ) τελική άσκηση συλλογής, καταγραφής οπτικών πληροφοριών και αξιολόγησης του με βάση το θεωρητικό πλαίσιο του μαθήματος. Ζητούμενα του μαθήματος είναι να δείξει ο φοιτητής ότι ο έχει κατανοήσει βασικές έννοιες και που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του μαθήματος, ότι μπορεί να εντοπίσει και ερμηνεύσει αναλόγως ορθά παραδείγματα καθώς και ότι έχει αναπτύξει την ικανότητα κριτικής ανάλυσης και ερμηνείας κειμένων μέσω προφορικής παρουσίασης και εκπόνηση άσκησης.
Η επιλογή των κειμένων έγινε με κριτήριο το πως κάθε απόσπασμα αποτελεί ιδιάζουσα περιπτωσιολογική ανάλυση που να επεξηγεί με σαφήνεια την εκάστοτε μεθοδολογική προσέγγιση. Ο κύκλος μαθημάτων προσφέρει ταυτόχρονα ειδικευμένες πληροφορίες και επιστημονικές τοποθετήσεις δημιουργώντας για τους συμμετέχοντες το γνωστικό πλαίσιο προετοιμασίας για την ώσμωση της αρχιτεκτονικής πρακτικής με τις καλές τέχνες και συναφείς επιστήμες του ανθρώπου μέσω της «οπτικής στροφής» καθώς και την ενεργό εμπλοκή τους σε πρακτικό επίπεδο με το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, παράγοντες που είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ποιότητα της αρχιτεκτονικής σύλληψης. Το μάθημα συμβάλλει στο να αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος γνώσεις και δεξιότητες σύμφωνα με τις κατηγορίες β), γ) και ε) της ανάλογης Ευρωπαικής οδηγίας.