Η ανασκαφική έρευνα στις μεγάλες ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα στα κέντρα αυτών έχει αποκαλύψει εκπληκτικά κτιριακά σύνολα που απηχούν μνήμες προγενέστερης ιστορικής και αστικής αίγλης.
Λαμπρά μνημειακά σύνολα αναδύονται μέσα από τις μορφές των ερειπωμένων αρχιτεκτονικών τεχνουργημάτων φανερώνοντας μία άλλη πόλη κάτω από την πόλη, ταυτόχρονα γνώριμη αλλά στην ουσία απέλπιδα άγνωστη. Η ελληνική πολιτεία μέσα από τις αστικές ρυθμίσεις που έχει επιβάλλει στις παραπάνω περιοχές τις έχει οριοθετήσει ταυτόχρονα όμως παγιδεύσει. Εντάσσει τα ιστορικά αυτά κτίσματα στον αστικό ιστό με τρόπους πρόδηλης οικονομικής και πολιτισμικής ένδειας, ενώ οι αρχαιολογικές υπηρεσίες βεβαιωμένες για ένα εν τέλει ¨πεθαμένο¨ παρελθόν αναστηλώνουν τα κτίσματα αποδίδοντας με τον πιο επιμελή αναστηλωτικά τρόπο την έννοια του ερειπίου, ενεργοποιώντας ευτελή συναισθήματα από τη ρομαντική λατρεία της ανυπαρξίας.
Στόχος της άσκησης είναι η αναίρεση αυτής της ιδιότυπης περιφραγμένης ομηρίας και η επαναφορά των κτισμάτων στο καθημερινό γίγνεσθαι της πόλης. Θα επιχειρηθεί να εντοπιστεί ένας εναλλακτικός πολυπρογραμματικός κτιριακός τύπος ο οποίος με τη μορφή της εμβόλιμης, εφήμερης και ελαφριάς κατασκευής θα παρεμβληθεί ανάμεσα στις ιστορικές κτιριακές δομές και στον σύγχρονο κάτοικο της πόλης μεσιτεύοντας-μεταβιβάζοντας νοήματα και μηνύματα στον μεγάλο αστικό περίγυρο. Θα στοχεύσουμε σε ένα κτίριο ελαφρύ, με εφήμερη και ανατάξιμη μορφή που θα ¨αρδεύεται¨ από το παρελθόν, θα ζει μαζί μ’ αυτό και θα προβάλλει στην καθημερινή μας ζωή νοήματα συνέχειας.
Προτείνεται να είναι ταυτόχρονα χώρος εκθέσεων-ευρύτερων συμβάντων αλλά και χώρος αναψυχής, καφέ, πιθανόν βιβλιοθήκης με κατάστημα-πωλητήριο.