











Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες, η ξυλοναυπηγική τέχνη βιώνει μια έντονη παρακμή. Η παρούσα διπλωματική εργασία τοποθετείται στο λιμάνι της Αρμένης στη Σαντορίνη και πραγματεύεται τη δημιουργία ενός εργαστηρίου ξυλοναυπηγικής, με στόχο την αναβίωση της τελευταίας. Η ιδέα της πρότασης προέκυψε έπειτα από μία επίσκεψη στον νησί. Αρχικά διαπιστώθηκε πόσο έντονη είναι η σύνδεση του οικισμού της Οίας με τη συγκεκριμένη τέχνη. Στο παρελθόν, η Οία ήταν το σημαντικότερο καπετανοχώρι της Σαντορίνης, με έντονη ναυτική παράδοση. Σήμερα, το Ναυτικό Μουσείο Θήρας, το οποίο προσελκύει επισκέπτες και παρουσιάζει τη ναυτική ιστορία του νησιού, έχει έντονη δραστηριότητα. Κατά την διάρκεια της επίσκεψης στο νησί, εκφράστηκε η επιθυμία των κατοίκων του νησιού να αναδειχθεί το παλιό καρνάγιο της Αρμένης, ένα ξεχασμένο ναυπηγείο που λειτουργούσε μέχρι το 1994, υπό την επίβλεψη του καραβομαραγκού Μαστραντώνη (Αντώνης Χάλαρης). Ταυτόχρονα παρατηρώντας πόσο έχει επηρεάσει το νησί ο τουρισμός, αλλά και πιο συγκεκριμένα τα θηραϊκά λιμάνια, είναι αναπόφευκτο να μην σκεφτεί κανείς την μελλοντική πορεία της Αρμένης. Θα αποτελεί άλλο ένα λιμάνι με χώρους εστίασης και ενοικιαζόμενα δωμάτια; Τι πρόκειται να απογίνει το πλέον ξεχασμένο εργαστήρι του Μαστραντώνη; Πώς η Αρμένη θα μπορούσε να ενταχθεί στα νέα δεδομένα της Σαντορίνης, διατηρώντας και προβάλλοντας την παλιά της ταυτότητα, ως κέντρο πολιτισμού και άνθησης της ξυλοναυπηγικής τέχνης; Για αυτό τον λόγο προτείνεται ο σχεδιασμός ενός νέου ναυπηγείου στην δυτική πλευρά του λιμανιού, δύο κατοικιών για την φιλοξενία των επισκεπτών που θα πάρουν μέρος στο εργαστήρι, καθώς και ένα μονοπάτι που διατρέχει την ακρογραμμή της Αρμένης και λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος όλων των παρεμβάσεων. Στο κέντρο όλων, το καρνάγιο πλέον ως μουσείο, ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό, ξαναδίνοντας ζωή στους χώρους του.
Επιβλέπουσα: Γαβρήλου Έβελυν
Αριθμός Αναφοράς: 1022












Η παρούσα διπλωματική αποτελεί συνέχεια της ερευνητικής μου εργασίας με τίτλο: «Πρακτικές αυτάρκειας: ένα εγχειρίδιο επιβίωσης από την Σούρπη και τον Λαχανά».
Οι βασικές έννοιες της «αυτάρκειας», της «αποθήκευσης», της «μετακίνησης» μέσω μιας διαγενεακής μνήμης που με απασχόλησαν στην έρευνά μου, συνεχίζουν να αποτελούν βασικά στοιχεία της διπλωματικής. Επιπλέον όμως εστιάζουν στην προσωπική εμπειρία και στην ανάγκη του να μοιραζόμαστε με άλλους αγαθά, πρακτικές, γνώσεις, μέσα από τον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Η αφήγηση ξεκινάει, με ημερολογιακή σειρά, μέσα από εκτεταμένη παρατήρηση και έρευνα, για τη ζωή και τις καθημερινές συνήθειες των συγγενικών μου ανθρώπων, στα δύο χωριά από όπου κατάγομαι. Στην αρχή ως απλός παρατηρητής και στη συνέχεια ως ενεργό υποκείμενο και τη σχέση του με τα υλικά, τα αντικείμενα, το περιβάλλον αυτών των δύο τόπων. Εκτελίσσεται έτσι ένας αρχιτεκτονικός σχεδιασμός με βάση το «βίωμα», τις «αισθητηριακές εμπειρίες», το «συναίσθημα» την «φροντίδα» και την «επιτέλεση».
Η αφήγηση καταλήγει στο εύρημα και τη σύνθεση μιας κατασκευής που από τη μία εξυπηρετεί στην αποθήκευση και τη μετακίνηση, και από την άλλη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μοίρασμα και αλληλεπίδραση.
Το καφάσι βρίσκει την δική του θέση στην πορεία της αφήγησης και αποτελεί το κατεξοχήν αντικείμενο σύνθεσης και έρευνας.
Επιβλέπουσα: Γιαννίση Φοίβη
Αριθμός Αναφοράς: 997












Η πόλη έχει θεωρηθεί από πολλούς ερευνητές και θεωρητικούς ως ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχώς μεταβάλλεται και εξελίσσεται, αφήνοντας ίχνη στο πέρασμα του χρόνου τα οποία είναι ορατά, τόσο σε υλικό όσο και σε νοητικό επίπεδο. Όπως ένας οργανισμός, έτσι και το αστικό περιβάλλον μεταλλάσσεται ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων του, οι οποίες επηρεάζουν έμμεσα και άμεσα τη μορφή της πόλης. Κτιριολογικά και μορφολογικά, το αστικό περιβάλλον είναι μια υλική αντανάκλαση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών στοιχείων σε χωρικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Το αστικό περιβάλλον, επίσης, αποτελείται από ένα σύνολο αστικών ορίων και συνόρων, με τον τρόπο που τα ορίζει ο επιστήμονας Gould (2007) στις φυσικές επιστήμες. Τα όρια και τα σύνορα συνυπάρχουν, διαχωρίζουν, συνδέουν, ενώνουν, συγκρούονται και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων, και γενικότερα της κοινωνίας, καθώς είναι οι βασικές έννοιες, σύμφωνα με τις οποίες καθορίζεται και χωροθετείται τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική σφαίρα της πόλης. Έτσι, ανάλογα με τη δυναμική του ορίου και του συνόρου η πόλη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως Ανοιχτό Σύστημα είτε ως Κλειστό Σύστημα.
Με αφετηρία τις παραπάνω αντιλήψεις για το αστικό περιβάλλον, σύμφωνα με τον Sendra (2020) ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς ο τρόπος με τον οποίο σχεδίαζει-επεμβαίνει στο αστικό περιβάλλον επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τις κοινωνικές σχέσεις των πολιτών. Οφείλει να λειτουργεί ως μεσολαβητής, δηλαδή να εντοπίζει, να καταγράφει, να μεταφράζει, και τέλος να εκφράζει χωρικά τις ανάγκες και τις επιθυμίες των πολιτών, τόσο στην κλίμακα της γειτονιάς, όσο και στην κλίμακα της πόλης. Με λίγα λόγια, οφείλει να σέβεται τα όρια, δηλαδή την ιδιωτικότητα των πολιτών και ταυτοχρόνως να προτείνει σύνορα, με την έννοια των πεδίων συνάντησης και αλληλεπίδρασης των πολιτών, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.
Το πεδίο μελέτης της παρούσας διπλωματικής διατριβής είναι ο πεζόδρομος της Ερμού στο κέντρο της πόλης του Βόλου και το πεδίο της σχεδιαστικής πρότασης το δυτικό τμήμα της το οποίο παρουσιάζει σημάδια εγκατάλειψης και υποβάθμισης. Βασικός στόχος της διατριβής είναι οι σχεδιαστικές προτάσεις να αποτελέσουν τους χώρους συνάντησης / συνεύρεσης / αλληλεπίδρασης των πολιτών. Για το σκοπό αυτό, η αρχιτεκτονική ομάδα σε πρώτο στάδιο κατέγραψε μέσω πολυεπίπεδων χαρτών και φωτογραφικού υλικού την υπό μελέτη περιοχή και εντόπισε τους ανενεργούς χώρους. Στη συνέχεια πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα μέσω ερωτηματολογίου για να καταγράψει τις απόψεις, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των χρηστών του πεζόδρομου. Στο επόμενο στάδιο, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, προτείνει τον επανασχεδιασμό της γειτονιάς με γνώμονα τις επιθυμίες των χρηστών του.
Η παρούσα διπλωματική διατριβή, αφορά την εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος που έχει ως βασικό στόχο την αξιοποίηση και ενεργοποίηση του δυτικού τμήματος της Ερμού στο κέντρο της πόλης του Βόλου, μέσω της μετατροπής επιλεγμένων κενών χώρων σε κοινούς χώρους. Σύμφωνα με την σχεδιαστική πρόταση, οι χώροι αυτοί προορίζονται για συλλογική χρήση, δημιουργώντας ένα Δίκτυο Κοινών Χώρων, το οποίο φιλοξενεί συλλογικές δράσεις και απευθύνεται στους κατοίκους και μη της γειτονιάς, τους χρήστες του πεζόδρομου και γενικότερα της πόλης. Το αποτέλεσμα που προκύπτει αποτελεί μία εναλλακτική πρόταση της γειτονιάς και γενικότερα της πόλης ως τόπο συνάντησης και αλληλεπίδρασης των κατοίκων της και των χρηστών της.
Επιβλέπων: Micocci Fabiano
Αριθμός Αναφοράς: 1002












Η αρχιτεκτονική πρόταση της παρούσας διπλωματικής εργασίας αφορά την αξιοποίηση και ανάδειξη τμήματος των τειχών της Θεσσαλονίκης. Σκοπός ήταν η ανάλυση και στη συνέχεια επανεννοιολόγηση του κατεξοχήν αυτού ορίου της πόλης καθώς και του εσωτερικού (άστυ), εξωτερικού (ύπαιθρος) χώρου που δημιουργείται από αυτό. Η περιοχή που επιλέχθηκε εντοπίζεται στο δυτικό άκρο του ιστορικού κέντρου και ορίζεται από δύο, βασικούς οδικούς άξονες της πόλης, αυτών της Εγνατίας (Χρυσή Πύλη) και του Αγίου Δημητρίου (Λυταία Πύλη).
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο (μέχρι το 1430) στο χώρο υπήρχε ο Ναός των Αγίων Αποστόλων και μια κινστέρνα η οποία έπαιρνε νερό πιθανώς από τουδραγωγείο που υπήρχε εκτός των τειχών, νοτιοδυτικά, και από τα όμβρια νερά. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μέχρι το 1912) ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Soguk Su Cami’i (=Τζαμί του Κρύου Νερού) εξαιτίας της κοντινής κινστέρνας που υδρεύονταν από το υδραγωγείο γνωστό πλέον ως Λεμπέτ. Κατά την περίοδο αυτή, κατασκευάστηκε ένα λουτρό που είναι σήμερα γνωστό με το όνομα Φοίνιξ, 2 βρύσες, ένα σιντριβάνι και το νεκροταφείο των Κρύων Νερών. Εκεί κοντά υπήρχαν και τεκέδες για να αναπαύονται οι Βυρσοδέψες και οι κατασκευαστές τρίχινων ενδυμάτων. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά (το 1917) ο Έρνεστ Εμπράρ είχε οραματιστεί αυτό το όριο ως μια γιρλάντα κηπουπόλεων που θα περικύκλωνε το αστικό κέντρο και θα ήταν πρόδρομος των προαστίων.
Σήμερα τα τείχη ελίσσονται μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Είναι ένα όριο σε αναμονή για να βρει το σύγχρονο ρόλο του. Πολυκατοικίες, μονοκατοικίες, ίχνη από καταυλισμούς Ρομά, αρχαιολογικές ανασκαφές είναι ορισμένα από τα στοιχεία που υπάρχουν δίπλα και γύρω από αυτό. Πως όλη αυτή η πολυπολιτισμική και ιστορική πολυπλοκότητα θα μπορούσε να αναδειχθεί με ένα τέτοιο τρόπο προκειμένου να δημιουργηθεί μια εναλλακτική ανάγνωση της πόλης της Θεσσαλονίκης απαλλαγμένη από την ακραιφνή βυζαντινή της ταυτότητα, που θα συνυπάρχει αρμονικά με τους κάτοικους της περιοχής;
Επιβλέποντες: Γιαννίση Φοίβη, Κουζούπη Ασπασία
Αριθμός Αναφοράς: 992