
Σε αυτή την εργασία, προσπάθησα να προσεγγίσω τη διαμόρφωση και το ρόλο του φύλου μέσα σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Οι οίκοι ανοχής συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται γυναικείοι χώροι. Έχοντας ολοκληρώσει αυτή την εργασία, εκτιμώ πως δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έναν οίκο ανοχής ως γυναικείο ή ανδρικό. Πέρα από τα συναισθήματα της ιερόδουλου, που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο χαρακτηρισμό αυτών των χώρων, υπάρχει πλειάδα άλλων παραμέτρων που καθιστούν την κάθε περίπτωση μοναδική. Ανάλογα με την πόλη, την περιοχή, την ανέχεια των τοπικών αρχών και των γειτόνων, τους πελάτες και τα βιώματα των ιεροδούλων, οι τόποι και οι τρόποι αυτής της εργασίας, εκλαμβάνονται κάθε φορά διαφορετικά.
Με την πεποίθηση πως το όλο ζήτημα είναι να πλησιάσουμε τις ίδιες τις πρωταγωνίστριες και τους πρωταγωνιστές, με λίγα λόγια τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται στη θεματική που εξετάζεται σε αυτή την εργασία, έγιναν τέσσερις συνεντεύξεις, που στόχο έχουν να δώσουν απαντήσεις και πληροφορίες. Τα ζητήματα που εξετάζονται αφορούν αφενός στην κατασκευή των κοινωνικών φύλων μέσα στους οίκους ανοχής και ιδιαίτερα ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου, των διαφυλικών γυναικών, που εμφανίζεται από το 1980 περίπου και μετά, καθώς και μία παράλληλη προσέγγιση της εργασίας των εκδιδόμενων γυναικών σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Αφετέρου παρουσιάζεται η διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων των οίκων ανοχής, η τοποθέτησή τους μέσα στην πόλη και η πορεία της διαμόρφωσης του εργασιακού αυτού χώρου από την Ερμούπολη του 1800, στο Βόλο του 2000, και από την Αθήνα του σήμερα στο Βόλο των ημερών μας.
Το βασικό ερώτημα φαίνεται να παραμένει: Τελικά πόσο αυτονόητο είναι το περιεχόμενο αυτού που αποκαλούμε γυναικείο, ποια χαρακτηριστικά κάνουν ένα χωρικό πλαίσιο γυναικείο ή ανδρικό; Η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι πως πρέπει να καταρριφθούν οι βεβαιότητες και χωρίς να είναι κάτι αυτονόητο να επανεξεταστεί το περιεχόμενο των εννοιών που χαρακτηρίζουν τρόπους και χώρους ως γυναικείους και ανδρικούς.
