banner homepage Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών University of Thessaly Department of Architecture

Κατά την τελευταία τριετία, η κατάσταση της Ελλάδας και των κατοίκων της αποδίδεται με όρους συνώνυμους της καταστροφής. Καθημερινές αναφορές σε αποδιαρθρώσεις και κατεδαφίσεις, σε διάλυση ή κατάρρευση απηχούν τα συνεχή πλήγματα που δέχονται οι δομές και οι πρόνοιες της κοινωνικής συγκρότησης αλλά ταυτόχρονα περιγράφουν κυριολεκτικά ένα τοπίο όπου η φθορά και η υπολειτουργία των χώρων τείνουν να γίνουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Από τα άδεια κτίρια και τις παρακμάζουσες υποδομές μέχρι τις περιοχές-λάφυρα του fast-track σημειώνεται μια υποχώρηση στις παραμέτρους του υλικού περιβάλλοντος ως απόρροια της κρίσης και των συναρτημένων με αυτήν πολιτικών. Οι ανθρωπολογικές και περιβαλλοντικές συνέπειες αυτής της ολίσθησης όπως και οι διαθλάσεις της στο συλλογικό φαντασιακό διαμορφώνουν νέα και αχαρτογράφητα δεδομένα στην κοινωνική ενδοχώρα.

Ενδεικτικές είναι οι πρωτοφανείς μεταβολές στο κέντρο της Αθήνας και η ευρύτερη επιδείνωση των χαρακτηριστικών του αστικού χώρου. Τομείς και πληθυσμοί της πόλης σημαδεύονται από εντεινόμενους διαχωρισμούς, εκδηλώσεις βίας, συνθήκες ακραίας ένδειας και εδραίωσης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ανάλογες καταστάσεις μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης και με ποιοτικές διαφορές εκδηλώνονται στις πόλεις τη περιφέρειας. Η κυβερνητική ρητορική αλλά και η μηντιακή επίρρωσή της αρκείται να κεφαλαιοποιεί αυτά τα φαινόμενα για την καλλιέργεια ενός κλίματος ακινητοποίησης και φόβου.

Την ίδια ώρα, δημόσιοι χώροι αναδεικνύονται σε τόπους συλλογικής αυτό-οργάνωσης και έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας ενώ αυθόρμητες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και νέες στρατηγικές επιβίωσης αναδύονται στο κενό που αφήνει η απόσυρση των θεσμικών φορέων από την μέριμνα για τις δημόσιες υποδομές. Με δυο λόγια, οι ενεργοποιημένες από την κρίση, αντίρροπες δυνάμεις εξάρθρωσης και ανασύστασης των κοινωνικών δεσμών φορτίζουν και αξιοδοτούν εκ νέου το χωρικό πλαίσιο.

Ανάλογες εξελίξεις στη μορφή, την χρήση και τη νοηματοδότηση του χώρου επιφέρει η οικονομική εξουθένωση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων. Με βίαιο τρόπο, γιγαντώνονται δυσχέρειες και στερήσεις, ανατρέπονται βιοτικές συνήθειες και αναδύονται νέες τάσεις. Μετά από αρκετές δεκαετίες, μαζί με την αναστολή της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η ιδιόκτητη κατοικία χάνει τη κεντροβαρική θέση της στην νεοελληνική βιοθεωρία και μετατρέπεται σε πηγή αφόρητων επιβαρύνσεων. Αντίστοιχα, η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών παύει να υπερκαθορίζει την κοινωνική ρουτίνα επιτρέποντας ίσως την δημόσια εμπειρία να εκδιπλωθεί πέρα από στερεότυπες επιθυμίες και συμπεριφορές.

Εντός αυτού του πλαισίου, η αρχιτεκτονική, καλείται να υπερβεί την αδρανοποίησή της, να αναθεωρήσει δραστικά τους όρους παραγωγής της και να συμβάλει στην επεξεργασία νέων τρόπων οργάνωσης της καθημερινής ζωής στην πόλη. Κυρίως όμως, καλείται να ανακτήσει την στοχαστική της εγρήγορση και να αντιπαρατεθεί κριτικά με τον δικό της λόγο στις εξελισσόμενες αναδιαρθρώσεις.
Σε αυτήν την προοπτική, το Συνέδριο θα διερευνήσει τις χωρικές συνιστώσες της κρίσης, την αναδιάταξη ταυτοτήτων και των σημασιών του αστικού και εξωαστικού χώρου, τις ζοφερές ή ελπιδοφόρες προοπτικές που διαγράφονται και εν τέλει την δυναμική της ετοιμόρροπης κατάστασής μας.