Η εισαγωγή των τεχνολογιών εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, από τον 20ο αιώνα και έπειτα, δημιούργησε νέες αντιλήψεις για το μουσικό έργο και τον ήχο γενικότερα. Το ενδιαφέρον του ακροατή αλλά και του δημιουργού μετατοπίστηκε από την αυθεντική πηγή του ήχου στην αναπαραγωγή και αναπόφευκτα στην πιστότητα της αναπαραγωγής αυτής. Η μετατόπιση αυτή αποτελεί ουσιαστικά το έναυσμα για το νέο μουσικό ρεύμα του ρεμίξ το οποίο στηρίζεται στην επιλογή και την επανανοηματοδότηση ήδη κατασκευασμένων μορφών και την ένταξή τους σε νέα περιβάλλοντα και αφηγήσεις. Το σάμπλινγκ, το βασικό εργαλείο του ρεμίξ, έχει τις ρίζες του στα πειράματα των Ιταλών φουτουριστών και της Γαλλικής “musiqueconcréte” και αποτελεί, πέρα από μία διαφορετική συνθετική στρατηγική, μία νέα στάση απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται κανείς τα προϊόντα της δημιουργίας αυτής, μέσα από την αποδυνάμωση της έννοιας του πρωτότυπου έργου, την αντικατάσταση της επανάληψης με την επανερμηνεία και την ανάγνωση του κόσμου τελικά ως βάση δεδομένων. Αυτή είναι η στρατηγική του Djο οποίος λειτουργεί φιλτράροντας την πληροφορία και διασκευάζοντας ήδη υπάρχουσες μορφές. Το μοντέλο του Djβρίσκει έτσι εφαρμογή σε πεδία πέρα από αυτό της μουσικής. Μέσα από παραδείγματα που αφορούν εικονικούς και φυσικούς χώρους εισάγεται η έννοια του ρεμίξ στην αρχιτεκτονική και το κτήριο ορίζεται ως μία «εγγραφή» (record) του αρχιτέκτονα μέσα στον χρόνο, ένα μεταβλητό προϊόν ενός πολιτισμού, που επιτρέπει όχι μόνο την ανάγνωση (read) αλλά και την εγγραφή (write).