Η αρχιτεκτονική πρόταση της παρούσας διπλωματικής εργασίας αφορά την αξιοποίηση και ανάδειξη τμήματος των τειχών της Θεσσαλονίκης. Σκοπός ήταν η ανάλυση και στη συνέχεια επανεννοιολόγηση του κατεξοχήν αυτού ορίου της πόλης καθώς και του εσωτερικού (άστυ), εξωτερικού (ύπαιθρος) χώρου που δημιουργείται από αυτό. Η περιοχή που επιλέχθηκε εντοπίζεται στο δυτικό άκρο του ιστορικού κέντρου και ορίζεται από δύο, βασικούς οδικούς άξονες της πόλης, αυτών της Εγνατίας (Χρυσή Πύλη) και του Αγίου Δημητρίου (Λυταία Πύλη).
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο (μέχρι το 1430) στο χώρο υπήρχε ο Ναός των Αγίων Αποστόλων και μια κινστέρνα η οποία έπαιρνε νερό πιθανώς από τουδραγωγείο που υπήρχε εκτός των τειχών, νοτιοδυτικά, και από τα όμβρια νερά. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μέχρι το 1912) ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα Soguk Su Cami’i (=Τζαμί του Κρύου Νερού) εξαιτίας της κοντινής κινστέρνας που υδρεύονταν από το υδραγωγείο γνωστό πλέον ως Λεμπέτ. Κατά την περίοδο αυτή, κατασκευάστηκε ένα λουτρό που είναι σήμερα γνωστό με το όνομα Φοίνιξ, 2 βρύσες, ένα σιντριβάνι και το νεκροταφείο των Κρύων Νερών. Εκεί κοντά υπήρχαν και τεκέδες για να αναπαύονται οι Βυρσοδέψες και οι κατασκευαστές τρίχινων ενδυμάτων. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά (το 1917) ο Έρνεστ Εμπράρ είχε οραματιστεί αυτό το όριο ως μια γιρλάντα κηπουπόλεων που θα περικύκλωνε το αστικό κέντρο και θα ήταν πρόδρομος των προαστίων.
Σήμερα τα τείχη ελίσσονται μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου. Είναι ένα όριο σε αναμονή για να βρει το σύγχρονο ρόλο του. Πολυκατοικίες, μονοκατοικίες, ίχνη από καταυλισμούς Ρομά, αρχαιολογικές ανασκαφές είναι ορισμένα από τα στοιχεία που υπάρχουν δίπλα και γύρω από αυτό. Πως όλη αυτή η πολυπολιτισμική και ιστορική πολυπλοκότητα θα μπορούσε να αναδειχθεί με ένα τέτοιο τρόπο προκειμένου να δημιουργηθεί μια εναλλακτική ανάγνωση της πόλης της Θεσσαλονίκης απαλλαγμένη από την ακραιφνή βυζαντινή της ταυτότητα, που θα συνυπάρχει αρμονικά με τους κάτοικους της περιοχής;