Τα αρχαιολογικά ευρήματα που παραμένουν στο βυθό αποτελούν θέσεις που προστατεύονται κατά κανόνα εντός Προστατευόμενων Θαλάσσιων Περιοχών, από το εθνικό και διεθνές θεσμικό πλαίσιο. Η αυστηρότητα και περιπλοκότητα του πλαισίου αυτού παρουσιάζεται στη μελέτη, με την επισήμανση ότι πάντως δεν πέτυχε επί δεκαετίες να θωρακίσει τις ενάλιες αρχαιότητες από λεηλασίες. Καθώς αποτελούν εξαιρετικής σημασίας τεκμήρια για την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού οι κοινωνίες έχουν δικαίωμα -κατά την άποψη των αρχαιολόγων που αποτυπώνεται στη μελέτη- να έχουν πρόσβαση, στα ενάλια μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, τα περισσότερα εκ των οποίων σήμερα παραμένουν άγνωστα και απρόσιτα. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό είναι αποτέλεσμα επιλογής των αρμόδιων αρχών, που καθιστά τις διεθνείς και εθνικές προσπάθειες χαρτογράφησης των ενάλιων ευρημάτων αποσπασματική. Η χωροθέτηση ενάλιων αρχαιολογικών χώρων ή μουσείων δημιουργεί ένα πλαίσιο που καθιστά τις ενάλιες αρχαιότητες επισκέψιμες. Πρέπει να συνοδεύεται από την οργάνωση της καταδυτικής πρόσβασης, με αξιοποίηση σύγχρονων μεθόδων για την προστασία των μνημείων και την ανάδειξή τους και με μέριμνα για την ασφάλεια αυτών όσο και των περιηγητών. Η διεθνής εμπειρία αλλά και η αρχαιολογική ερευνητική μεθοδολογία προσφέρουν παραδείγματα και πρωτότυπα εργαλεία για την οργάνωση της ανοιχτής, ασφαλούς πρόσβασης. Το προσδοκώμενο όφελος από την ανάπτυξη της αρχαιολογικού ενδιαφέροντος καταδυτικής πρόσβασης, δεν περιορίζεται σε τοπικά ή κλαδικά κέρδη αλλά διαχέεται στην ευρύτερη διεθνή κοινωνία, με βασικό στόχο την ίδια την προστασία με κριτήρια βιωσιμότητας του αρχαιολογικού πλούτου και του περιβάλλοντος σε μια ενότητα. Η οργάνωση του υποθαλάσσιου χώρου σε χώρο καταδυτικής περιήγησης δημιουργεί προκλήσεις και για την Αρχιτεκτονική που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες αυτού του περιβάλλοντος, επανεξετάζοντας πολλές από τις συμβατικές παραδοχές της.