Το θέμα της διπλωματικής εργασίας αφορά τη μελέτη και το σχεδιασμό για τη δημιουργία πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων, του τμήματος αρχιτεκτόνων στην πόλη της Πάφου. Η επιλογή του θέματος προέκυψε από την ανάγκη του συγκεκριμένου τόπου για ενδυνάμωση στον τομέα της εκπαίδευσης και κατά συνέπεια στην αναδόμηση της παιδείας και του πολιτισμού της κοινωνίας γενικότερα. Ως αφετηρία λοιπόν στον προβληματισμό για την επιλογή του θέματος τέθηκε η εμφανής αδυναμία στην προσφορά ανώτατων εκπαιδευτικών κέντρων, καθώς η Πάφος είναι μια πόλη που στηρίζει την οικονομία της στην τουριστική κυρίως δραστηριότητα.
Σκοπός της μελέτης είναι να διαμορφώσει ένα σύνολο από τέσσερις χωρικές μονάδες που συνδιαλέγονται με το τοπίο και παράλληλα λειτουργούν ως αυτόνομοι ανεξάρτητοι χώροι, διαχωρίζοντας και κατηγοριοποιώντας τις λειτουργίες – χρήσεις τους σε δυο επίπεδα. Το πρώτο αναφέρεται στην ενότητα της διοίκησης και εκπαίδευσης και το δεύτερο στην ενότητα της έρευνας και του πολιτισμού. Στο πρώτο επίπεδο εντάσσονται οι λειτουργίες που αφορούν την οργάνωση της σχολής και την διεκπεραίωση του προγράμματος σπουδών των φοιτητών. Στο δεύτερο επίπεδο εντάσσεται το κτήριο της βιβλιοθήκης και ένας εκθεσιακός χώρος που στοχεύουν στην ενθάρρυνση της αναζήτησης της γνώσης και παρουσίασης των απτών αποτελεσμάτων της μάθησης.
Το οικόπεδο που φιλοξενεί το συγκρότημα των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων εντάσσεται στην περιοχή Γεροσκήπου, Νοτιοανατολικά της Πάφου και βρίσκεται στην πρώτη από τις τρεις αναβαθμίδες όπου κατά τα γεωλογικά χρόνια έγινε ανύψωση της ξηράς από τη θάλασσα δημιουργώντας έτσι την υφιστάμενη βραχώδη τοπιογραφία.
Βασικό κριτήριο στην επιλογή της περιοχής επέμβασης, υπήρξε η ένταξη του εκπαιδευτικού συγκροτήματος στον αστικό ιστό της πόλης, με την εύκολη πρόσβαση από το κάθε σημείο της και η συσσώρευση συμβολισμών και της μνήμης από τα ίχνη που μαρτυρούν την πολιτισμική και γεωλογική ιστορικότητα του τόπου. Το οικόπεδο βρίσκεται στο βύθισμα απότομου υψομέτρου της τάξεως των 23 μέτρων, που ουσιαστικά το αποκόπτει από τον οικισμό της Γεροσκήπου και περιβάλλεται περιμετρικά από την πόλη της Πάφου η οποία απλώνεται βορειοδυτικά σαν αγκαλιά γύρω από αυτό δημιουργώντας έτσι ένα συσχετισμό μεταξύ τους. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη έκταση χιλίων στρεμμάτων για την οποία έχει εκπονηθεί σχέδιο ειδικής ανάπτυξης το οποίο συνδυάζει έργα κοινής ωφέλειας όπως, κέντρα ιατρικής περίθαλψης , κέντρο ερευνών, αθλητικές εγκαταστάσεις, σχολεία, οικιστικές μονάδες και εμπορικές χρήσεις.
Η γραμμική συνέχεια του τόπου ανάμεσα στις δυο περιοχές (Γεροσκήπου, οικόπεδο) διακόπτεται αφού η έντονη υψομετρική διαφορά δρα σαν φυσικό όριο εμποδίζοντας έτσι την άμεση πρόσβαση στη περιοχή επέμβασης , οπότε προτείνεται η τοποθέτηση μιας πεζογέφυρας η οποία προκύπτει ως προέκταση οδικής αρτηρίας, που συνδέει την περιοχή με ένα δίκτυο δρόμων που οδηγούν σε σημεία αναφοράς μέσα στην πόλη και τελικά καταλήγει στη κεντρική προτεινόμενη πλατεία που ενοποιεί τις δύο λειτουργικές κτιριακές ενότητες της αρχιτεκτονικής σχολής.
Το φυσικό διαχωριστικό όριο λειτούργησε τελικά διαφορετικά σε αυτή την περίπτωση καθώς έθεσε παράλληλα την κατευθυντήρια γραμμή στη συνεχή διαδοχική διάταξη των χωρικών μονάδων ακολουθώντας την τοπιογραφία της περιοχής σε οριζόντιο άξονα. Ο συνδυασμός της τοπιογραφίας με τη χρήση ενός συστήματος νοητών χαράξεων που προκύπτουν από τους δρόμους το οποίο οριοθετεί τους χώρους και διαμορφώνει τις συνθήκες και αρχές σχεδιασμού. Σαν τελικό αποτέλεσμα η μορφή και ο σχεδιασμός των κτιρίων πηγάζει μέσα από μια διαδικασία ανάλυσης και εμβάθυνσης στα στοιχεία και χαρακτηριστικά του χώρου και της ιστορίας του.