Παρατηρώντας τα ανθρώπινα αναμνηστικά στο σπίτι μου, σε σπίτια φίλων αλλά και σε εγκαταλελειμμένα κτίρια, όπως αντικείμενα σουβενίρ, φωτογραφίες και ρούχα, μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να μάθω περισσότερα για το τί είναι η μνήμη. Οι πρώτες μου παρατηρήσεις μπορεί να ήταν σχετικές με τον μηχανισμό της μνήμης, έχοντας όμως έναν ιδιωτικό χαρακτήρα, συνδεδεμένο με τα προσωπικά βιώματα των κατοίκων, χωρίς κάποια πολιτική ή πολιτιστική χροιά στο προσκήνιο. Ο δεύτερος χαρακτήρας, ο “δημόσιος” γίνεται ευκολότερα αντιληπτός στα υπολείμματα παλαιότερων χρόνων που επιλέγονται να διατηρηθούν σαν μνημεία σε κάποια έκθεση που προστατεύεται. Σε αυτήν την περίπτωση δεν τίθεται το ερώτημα για το αν το αντικείμενο που εκτίθεται είναι μνημείο εφόσον βρίσκεται σε ένα μουσείο, καθώς το ερώτημα αυτό έχει ήδη απαντηθεί: σε σχέση με τα ανθρώπινα αναμνηστικά, τα οποία απαιτούν προσωπικό διάλογο με αυτά τα ίδια, με τους εμπλεκόμενους ανθρώπους, αλλά και με τον χώρο που βρίσκονται. Η πρακτική της εγκατάλειψης και της διατήρησης, της αποικοδόμησης και της οικοδόμησης της μνήμης συνδέει ιστορικά στοιχεία με δειγματοληπτική κριτική σκέψη: η σύνδεση αυτή λαμβάνει χώρα στο καδράρισμα και στην έκθεση του έργου - μνημείου, μια πρακτική παρόμοια με το sampling στη σύγχρονη μουσική. Όταν ένας μουσικός παραγωγός σαμπλάρει, επιλέγει ένα ηχητικό γράφημα άλλης εποχής και κρατάει μόνο τα σημεία που ο ίδιος κρίνει κατάλληλα, για την σύνθεση της μελωδίας και του ρυθμού, μια σύνθεση εξαρτώμενη από τα διατηρητέα στοιχεία του αρχικού τραγουδιού. Αν δινόταν το ίδιο δείγμα ηχητικού γραφήματος σε δύο διαφορετικούς μουσικούς παραγωγούς είναι πολύ πιθανό να είχαμε και δύο διαφορετικά αποτελέσματα.