Ο κινηματογράφος, έχοντας την ικανότητα να διαχειρίζεται τις χωρικές και χρονικές διαστάσεις της αντίληψης και να αναπτύσσεται ελεύθερα στον χώρο και το χρόνο, μπορεί να τοποθετηθεί σε μια παράλληλη σχέση με την αρχιτεκτονική. Η έννοια του χώρου, ως κοινός παρονομαστής των δύο τεχνών, εμπεριέχει στοιχεία που καθορίζουν την εμπειρία του θεατή, είτε πρόκειται για ένα αρχιτεκτόνημα, είτε μία ταινία.
Ο σκηνοθέτης, όντας το πρόσωπο που οριοθετεί τον φιλμικό χώρο, ορίζει μια νέα πραγματικότητα για το υποκείμενο – θεατή, δανειζόμενος πολλά στοιχεία και εργαλεία από την αρχιτεκτονική. Ένα τέτοιο παράδειγμα σκηνοθέτη αποτελεί η περίπτωση του Άλφρεντ Χίτσκοκ, ενός από τους σπουδαιότερους και πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες του κλασικού κινηματογράφου. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία μέσα από τις πρωτοπόρες τεχνικές που ακολούθησε και τον περίτεχνο τρόπο με τον οποίο δημιουργούσε τον κινηματογραφικό χώρο.
Σήμερα, σε όλον τον κόσμο θαυμάζουν το έργο του Χίτσκοκ, το οποίο αποτελεί πηγή έμπνευσης για νέους σκηνοθέτες, αλλά και καλλιτέχνες όλων των τομέων, με το περίφημο «χιτσκοκικό» ύφος έχει βρει πάμπολους μιμητές. Ο «χιτσκοκικός» χώρος, όχι μόνο προβάλει ένα εξαιρετικού ενδιαφέροντος περιβάλλον, αλλά, επίσης, δίνει τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη να ελέγχει τις κρυφές επιθυμίες του θεατή, κατευθύνοντάς τον σε οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμεί ο ίδιος. Έχοντας δικαιολογημένα χαρακτηριστεί ως «άρχοντας του σασπένς», έχει αποτελέσει πρόσωπο μελέτης διαφόρων συγγραφέων, κριτικών τέχνης και γενικότερα αναλυτών, τόσο για τον ίδιο ως μεμονομένο άτομο, όσο και για την πλούσια φιλμογραφία του, που παραμένει διαχρονική και τον έχει αναδείξει σε έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της έβδομης τέχνης.
Ποια είναι, όμως, συγκεκριμένα τα χωρικά χαρακτηριστικά που διέπουν τον «χιτσκοκικό» χώρο και ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονταν ώστε να «ζωντανεύουν» οι ενοχικές σκέψεις του θεατή μέσα από την οθόνη;