Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ενός Κέντρου Ελευσινιακών Ερευνών στην πόλη της Ελευσίνας, σε οικόπεδο με αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία με την προτεινόμενη λύση προστατεύονται και αναδεικνύονται.
Η επιλογή της πόλης της Ελευσίνας και του συγκεκριμένου οικοπέδου μελέτης βασίστηκε σε μια σειρά από κριτήρια. Η πόλη αυτή, με τη μακρά ιστορία της, παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, ενώ σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προάστια της Δυτικής Αττικής. Το οικόπεδο έχει ιδιαίτερη αρχαιολογική αξία, διότι το τμήμα της αρχαίας Ιεράς Οδού, που έχει εντοπισθεί σε αυτό μετά από ανασκαφές, είναι ένα από τα πολύ λίγα τμήματα της αρχαίας αυτής οδού που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή της Ελευσίνας. Από την άλλη μεριά, η δημιουργία ενός τέτοιου Κέντρου στο οικόπεδο αυτό είναι συμβατή με τα πολεοδομικά δεδομένα και τις υφιστάμενες χρήσεις της περιοχής.
Τα κύρια μέρη του Κέντρου, από άποψη λειτουργίας, είναι ένα Ινστιτούτο Ελληνικών και Ρωμαϊκών Αρχαιοτήτων, ένα Μουσείο και μία Βιβλιοθήκη, ενώ στον περιβάλλοντα χώρο των κτιρίων διαμορφώνεται πλατεία, έτσι ώστε, πέρα από τις άλλες λειτουργίες της, να επιτυγχάνεται φυσική πρόσβαση και οπτική αντίληψη στα αρχαιολογικά ευρήματα εντός του οικοπέδου.
Κύριοι στόχοι του Κέντρου είναι η πραγματοποίηση συστηματικών ερευνών πρωτίστως γύρω από τις αρχαιότητες της Δυτικής Αττικής με προοπτική, εκτός των άλλων, τη δημιουργία Ηλεκτρονικού Αρχαιολογικού Κτηματολογίου, η λειτουργία μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, η επαφή των επισκεπτών με τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν αποκαλυφθεί στο οικόπεδο και ακόμη η μεταφορά ποικίλων πληροφοριών στους επισκέπτες προς ενημέρωση ή επιμόρφωση ή ακόμη και για ψυχαγωγία.
Η συνολική αρχιτεκτονική σύνθεση η οποία αποτελεί αστική παρέμβαση μικρής κλίμακας, βασίζεται σε επιμέρους αρχιτεκτονικές επιλογές, πολλές από τις οποίες έχουν, μεταφορικά, ως αφετηρία την έννοια της λέξης «έλευσις», η οποία συνδέεται ετυμολογικά με το όνομα της πόλης της Ελευσίνας και χαρακτηρίζει πολλές από τις λειτουργίες του Κέντρου.
Η αρχιτεκτονική λύση που προτείνεται έχει βασιστεί κατά ένα μέρος σε παράλληλες χαράξεις προς τη διερχόμενη σύγχρονη Ιερά Οδό, ενώ η «διάχυση» της χάραξης της οδού αυτής προς τις πλατείες του οικοπέδου μελέτης πραγματοποιείται μέσω της συνεχούς εναλλαγής κίνησης και στάσης. Σχετικά με τις ανωτέρω χαράξεις πρόκειται για τις υφιστάμενες αρχαιολογικές χαράξεις που έπαιξαν δεσμευτικό ρόλο κατά το σχεδιασμό και για νέες χαράξεις, όπως χαράξεις στέγασης στους υπαίθριους χώρους, κτιριακές χαράξεις, χαράξεις διαμόρφωσης εδάφους και υψομετρικές χαράξεις.
Δύο από τις κτιριακές χαράξεις έχουν δημιουργήσει, η πρώτη τον ορθογώνιο όγκο της Βιβλιοθήκης και η δεύτερη τον ορθογώνιο στιβαρό όγκο πολλαπλών χρήσεων, όπου υπάρχει το Ινστιτούτο, το Μουσείο και ένα αμφιθέατρο. Η τρίτη κτιριακή χάραξη υπό μορφή «μονοκονδυλιάς» τέμνει και διαπερνά τον ορθογώνιο όγκο πολλαπλών χρήσεων και δημιουργεί ένα ελισσόμενο κτίριο, το οποίο καλύπτει περιμετρικά μεγάλο μέρος του οικοπέδου. Στα σημεία τομής παράγονται νέες μορφές όγκων (ανεμοθώρακες), οι οποίοι λειτουργούν ενοποιητικά και σαν πέρασμα μεταξύ των «τεμαχισμένων» τμημάτων του ορθογωνικού κτιρίου.
Σχετικά με τα υλικά, στο επίπεδο της κάτοψης τα υλικά είναι φυσικά και ευέλικτα, εναλλάσσονται και έχουν την ιδιότητα να εναρμονίζονται με το τοπίο μιας «αρχαιολογικής πλατείας», διαμορφώνοντας παράλληλες σχεδόν λωρίδες. Τα υλικά στις όψεις συνδέονται με τις εδαφικές διαμορφώσεις.
Η εργασία συνοδεύεται από μια σειρά σχεδίων και φωτογραφικό υλικό.