Η παρούσα διπλωματική εργασία επικεντρώνεται στον οδικό άξονα της Εγνατίας Οδού, μήκους 655χλμ., που διασχίζει τη βόρεια Ελλάδα από την ανατολή μέχρι τη δύση. Αναγνωρίζοντας την οδό ως κατασκευασμένο τοπίο, ύστερα από την ανάγνωση και την καταγραφή των στοιχείων που τη συνθέτουν, εντοπίστηκαν ελάχιστοι μεταβατικοί τόποι μεταξύ κόμβων ή πόλεων, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των χρηστών.
Αρχικά θεωρήθηκε αναγκαία η εγκατάσταση σημειακών επεμβάσεων εκατέρωθεν του άξονα. Η λύση της συνθετικής αρχής, προήλθε από την οδική αρχιτεκτονική που παρουσιάζεται στην υφιστάμενη κατάσταση του αυτοκινητοδρόμου. Η ενιαία αντιμετώπιση του «σωλήνα» (που εισέρχεται κανείς και δεν ξεφεύγει από αυτόν, παρά μόνο όταν χρειαστεί να εξέλθει σε κόμβο για να φτάσει στον προορισμό του), αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους λόγους για τον οποίο δημιουργήθηκε δίκτυο επαναλαμβανόμενων σημειακών επεμβάσεων, με σκοπό να «συνοδεύουν» την Εγνατία οδό σε όλο το μήκος της.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο διαχωρισμός στο είδος των χρήσεων, οι σημειακές επεμβάσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με το ποιόν εξυπηρετούν κάθε φορά, καθώς και με την διάρκεια παραμονής του χρήστη στην κάθε μία από αυτές. Έτσι, οι χρήσεις των οχημάτων διαχωρίζονται από τις βιολογικές ανάγκες του ταξιδιώτη, αποτελώντας μονάδα συγκέντρωσης των παραγόντων που συνάδουν με την φροντίδα του οχήματος. Με την ίδια μέθοδο, αντιμετωπίστηκαν οι επεμβάσεις που αφορούν στον οδηγό. Οι κτηριακές μονάδες, του παρέχουν την δυνατότητα να αναπαυτεί στο τοπίο που συνήθως προσπερνά και να αναζητήσει υποψήφιους συνεπιβάτες, για το υπόλοιπο της διαδρομής του. Οι συγκεκριμένες στάσεις επιτρέπουν την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, λειτουργώντας ως κόμβοι συνάντησης στον οδικό άξονα. Συνακόλουθα, η τελευταία κατηγορία, θα λέγαμε ότι αποτελεί από μόνη της μια συνδυαστική επίλυση για το όχημα και τον οδηγό.
Στο δίκτυο που αναπτύχθηκε κατά μήκος της Εγνατίας, οι σημειακές επεμβάσεις υπάρχουν είτε ανεξάρτητες και διασκορπισμένες στον αυτοκινητόδρομο, ή σε συνδυασμό , όπου αυτός κρίνεται απαραίτητος.