Η παρούσα ερευνητική εργασία προσπαθεί να προσεγγίσει το ζήτημα της “επίσημης” εικόνας ενός κτιρίου Μουσείου χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την αρχιτεκτονική φωτογραφία. Γιατί οι φωτογραφίες Μουσείων και κτιρίων υπογραφής που δημοσιεύονται κατά κόρον σε αρχιτεκτονικές εκδόσεις και περιοδικά παρουσιάζονται τόσο διαφορετικές από την πραγματική εμπειρία που βιώνει ο μέσος θεατής όταν χρησιμοποιεί την φωτογραφική του μηχανή για να απαθανατίσει τον χώρο κατά την επίσκεψή του;
Τρία παραδείγματα Μουσείων υψηλής επισκεψιμότητας χρησιμοποιούνται ως παράδειγμα: το κτίριο της Τate Modern στο Λονδίνο, το νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης. Και τα τρία έχουν σχεδιαστεί από γνωστούς αρχιτέκτονες: Herzog & de Meuron, Μαρία Κοκκίνου και Ανδρέας Κούρκουλας και Κυριάκος Κρόκος, αντίστοιχα.
Κάθε κτίριο προσεγγίζεται, κατ’ αρχήν ιστορικά και αρχιτεκτονικά, με μία αρχική ανάλυση των επιμέρους χαρακτηριστικών του. Οι βασικές χειρονομίες που υπηρετούν τις συνθετικές του αρχές καταγράφονται σε μία προσπάθεια προετοιμασίας του αναγνώστη για τη φωτογραφική προσέγγιση που ακολουθεί.
Στη συνέχεια, τα κτίρια «κοιτάζονται» μέσω του βλέμματος ενός άλλου, των επαγγελματιών φωτογράφων αρχιτεκτονικής που είναι υπεύθυνοι για τη διαμόρφωση της «επίσημης» εικόνας τους προς τα έξω και του μέσου θεατή, στην συγκεκριμένη περίπτωση της γράφουσας, μέσω της προσωπικής φωτογραφικής πρακτικής. Η περίπτωση της Τate προσεγγίζεται μέσω βιβλιογραφικής έρευνας ενώ τόσο στο Μουσείο Μπενάκη όσο και στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού οι φωτογραφικές λήψεις έλαβαν χώρα σε διαδοχικές επισκέψεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Ως συμπέρασμα, εκφράζονται προσωπικές απόψεις πάνω στο θέμα της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι κάθε φωτογράφος βασίζει την δουλειά του πάνω σε συγκεκριμένες επαγγελματικές επιταγές και «προ-αποφασισμένες» μορφές, σε μία προσπάθεια επίτευξης της βέλτιστης φωτογραφικής εικόνας. Αντίθετα, ο μέσος θεατής είναι προσωπικά εμπλεκόμενος με το χώρο στη διαδικασία φωτογράφισης ενός Μουσείου, καθώς ζητούμενό του, συνειδητό ή όχι, είναι η απαθανάτιση της δικής του παρουσίας μέσα σε αυτό και ότι το κτίριο αυτό καθ’ εαυτό.