Το κτίριο της Δημοτικής Αγοράς Σερρών είναι κτισμένο στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία Εμπορίου, στη συμβολή τεσσάρων οδικών αρτηριών. Οι επιμήκεις μπετονένιες καμάρες και η στοά που το διατρέχει συνθέτουν την εικόνα ενός κτιρίου-σημείου αναφοράς της πόλης, σε μια πλατεία που προέκυψε από ανάγκη κατανομής κυκλοφοριακών κινήσεων στο ιστορικό κέντρο των Σερρών.
Το κτίριο (Μουτσόπουλος, 1960) στέγαζε εμπορικά καταστήματα που σήμερα στην πλειοψηφία τους έχουν μετατραπεί σε αποθήκες, με συνέπεια να πάψει να λειτουργεί η εσωτερική στοά του ως κέντρο εμπορικής συναλλαγής και ανθρώπινης επαφής. Η παλαίωση του κτιρίου, η λειτουργία ελάχιστων πια καταστημάτων και η απουσία φροντίδας και συντήρησης από πλευράς του Δήμου έχουν λειτουργήσει προς μια απαξιωτική εικόνα της Δημοτικής Αγοράς στη συνείδηση της τοπικής κοινωνίας και σε προτάσεις για κατεδάφιση του.
Παρόλα αυτά το κτίριο είναι αντιπροσωπευτικό της εποχής όπου η τοπική αγορά, το λιανικό εμπόριο και οι μικροπωλητές αποτελούσαν τη βάση της οικονομικής ζωής της πόλης. Παράλληλα, η ήπια μοντέρνα μορφολογία του και η τυποποίηση και επανάληψη αρχιτεκτονικών στοιχείων και λειτουργικών μονάδων αναδεικνύουν μια σχεδόν «βιομηχανική» αρχιτεκτονική φυσιογνωμία με σημαντική συνεισφορά στο αστικό τοπίο των Σερρών. Στο καθαρό λεξιλόγιο του κτιρίου έχει επίσης χωνευτεί με έναν ενδιαφέροντα τρόπο και η υπαινικτική αναφορά στα βυζαντινά και μουσουλμανικά μνημεία της πόλης (Ναός Αγ. Θεοδώρων, Αγ. Νικολάου, Μπεζεστένι).
Αυτές οι διαπιστώσεις οδήγησαν στην πρόταση για διατήρηση και επανάχρηση του κτιρίου ώστε να παραμείνει ένα ζωντανό στοιχείο της νεότερης ιστορίας της περιοχής και της πλατείας, όπου επιβιώνουν ακόμα τα παραδοσιακά μαγαζιά και οι περιοδικές συγκεντρώσεις πλανόδιων εμπόρων. Ένα κτίριο τοπόσημο μιας περιοχής που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιλογή του εκσυγχρονισμού, ή στη διατήρηση της δομής του πρόσφατου παρελθόντος της.
Η πλατεία Εμπορίου δείχνει να μην εκπληρώνει τις εκ προοιμίου απαιτήσεις και προϋποθέσεις ενός δημόσιου χώρου περιπάτου, ανάπαυσης, συγκέντρωσης και διακοπής του σφικτού αστικού ιστού. Οι δυνατότητες της, σχεδόν πλήρως εξουδετερωμένες από την παρουσία των συγκλινόντων οδικών αξόνων, εντοπίζονται μόνο σε τμήματα νησίδων και διευρύνσεις των πεζοδρομίων. Η πρόταση έχει σαν στόχο να συνδυάσει την επέμβαση στο κτίριο και τη διαμόρφωση νέων χρήσεων, με μια λογική ενδυνάμωσης του κατακερματισμένου ελεύθερου χώρου και των αντίστοιχων λειτουργιών της πλατείας.
Οι νέες χρήσεις που απευθύνονται κατά κύριο λόγο στους φοιτητές της πόλης αλλά και στο ευρύτερο κοινό, διαθέσιμες στο σύνολο τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, θα εξασφαλίσουν την πυκνότητα παρουσίας και τον συλλογικό χαρακτήρα του δημόσιου χώρου ενώ οι κοινόχρηστοι υπαίθριοι χώροι που δημιουργούνται παρέχουν το έδαφος για την ανάπτυξη αυτού του χαρακτήρα. Έτσι η πλατεία που βρίσκεται σε καταστολή βρίσκει μια διέξοδο προς το κτίριο.
Στοιχεία της δομής του πολεοδομικού ιστού της πλατείας όπως οι τεθλασμένες γραμμές που συνθέτουν το μέτωπο της Αγοράς και των γειτονικών τετραγώνων, αποτέλεσαν την απαρχή για το συνθετικό χειρισμό του ζητήματος της επέμβασης στο κτίριο. Το κτίριο με τη νέα μορφή του συμμετέχει οργανικά στο αντιληπτικό περιβάλλον της πλατείας, με την επιμήκη μορφολογία και το ακανόνιστο περίγραμμα, απόρροια της παρουσίας των οδικών αρτηριών που συγκλίνουν και αλλάζουν κατεύθυνση κατά την είσοδο και έξοδο από αυτή. Οι πειραματισμοί έγιναν με γνώμονα τις παρατηρήσεις για τη δομή του αστικού ιστού της περιοχής, σε μια καθ’ ύψος επέμβαση που αναθεωρεί το χρηστικό ρόλο και τη σημασιολογία του κτιρίου. Η δημιουργία «κτιρίου στο κτίριο» που θα αποτελέσει την αφετηρία για τη λειτουργία «της πλατείας μέσα σε αυτό». Μία επέμβαση που θα εξασφαλίσει την αίσθηση του σύγχρονου χωρίς να διαταράξει τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά στοιχεία του κτιρίου, αλλά θα λειτουργεί με αυτό ως ενιαίο σώμα
Στο ισόγειο της Δημοτικής Αγοράς με την απομάκρυνση μιας ομάδας χώρων επιτρέπεται η διείσδυση της πλατείας και το αβίαστο πέρασμα στο κοινόχρηστο επίπεδο της οροφής. Οι χώροι που παραμένουν στο ισόγειο φιλοξενούν την είσοδο της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης που χωροθετείται στον πρώτο όροφο, παραρτήματα γραμματειών και υπηρεσιών εξυπηρέτησης φοιτητών. Ένα ίντερνετ καφέ προτείνεται να λειτουργήσει στο πριονωτής κάτοψης μέτωπο της βορειοδυτικής πλευράς σε μια προσπάθεια αντιστοιχίας της χρήσης (σύγχρονη τεχνολογία) με το βιομηχανικό χαρακτήρα που πρεσβεύει η χαρακτηριστική αυτή δομή.
Στο πρώτο όροφο στεγάζεται η Βιβλιοθήκη, που επεκτείνεται με τα αναγνωστήρια της και στα έως τώρα διαμπερή τύμπανα του ανώτερου επιπέδου. Η οροφή του μονώροφου τμήματος της Αγοράς λειτουργεί σαν υπερυψωμένη επέκταση της πλατείας. Εκεί δημιουργείται ένα ιδιαίτερο τοπίο που περιλαμβάνει μια κλιμακωτή επιφάνεια, κάτι μεταξύ κλιμακοστάσιου και κερκίδας και έναν ψηλό τοίχο με χαραμάδες προς τον ακάλυπτο του τετραγώνου και εσοχές με χρήσεις τηλεφωνικών θαλάμων, αναλήψεις μετρητών κ.α. Τμήματα του τοίχου αυτού είναι διάτρητα και φέρνουν φως στο ισόγειο. Κυρίαρχο στοιχείο του περιβάλλοντος αυτού του υπαίθριου ορόφου είναι το "αιωρούμενο" μπαρ που "πατάει" σε ελαφρά μεταλλικά στηρίγματα. Πρόκειται για τη ισχυρότερη προσθήκη στο κτίριο που αποκαθιστά οπτικά τη σχέση του κτιρίου με τις εντάσεις και γεωμετρίες του άμεσου αστικού χώρου δηλώνοντας ταυτόχρονα με σαφήνεια τον προσθετικό του χαρακτήρα.