Από πάντα ο άνθρωπος έψαχνε τρόπο να ονομάσει… να δώσει μορφή στο ανικανοποίητο συναίσθημά του. Και πάντα υπήρχαν φορές που η αναζήτησή του έφτανε σε κρυμμένα μυστικά του ασυνείδητου. Αυτός ο εσωτερικός, ο κρυμμένος “δαίμονας”, συχνά προκαλούσε το φόβο και την αποστροφή σε όσους διάλεγαν να παραμένουν θαμμένα τα κρυφά “θέλω”. Σώματα και πόλεις λοιπόν, απώθησαν συστηματικά αλήθειες και ανάγκες. Μια φυλάκιση δημιουργήθηκε, απρόσωπη, και βασισμένη στην λήθη. Και μάλιστα αυτή η απώθηση της βαθιάς ταυτότητας, αποκαλέστηκε “λειτουργιά” και “ομορφιά”. Όσο όμως αυτός ο χώρος γύρω από το σώμα αγωνιούσε μην και δραπετεύσει το βίωμα που ξεχάστηκε, τόσο μεγάλωνε η ανησυχία και διαστρεβλωνόταν σε τερατογενέσεις που πίεζαν να βρουν τρόπο δημιουργίας. Οι υπαρκτές σκιές του κόσμου, μην μπορώντας να έχουν θέση ανάμεσα στις κοινωνίες των ανθρώπων και των αστικών κέντρων, σαν μνήμη που ζητά προσοχή για να μπορέσει να αναμορφωθεί έστω, τώρα καταπιεσμένη αρχίζει να νιώθει την ανάγκη να αποκαλείται με το όνομα που της απαγορεύτηκε… “σκιά”. Μια στοιχειωμένη ύπαρξη αναγκάζεται να κάνει την εμφάνισή της ανάμεσα σε ζωντανούς και σωσίες φωτός, για να τους τρομάξει μήπως και θυμηθούν πως δεν είναι μονάχα αυτό που αποκαλούν τερατογένεση, αλλά κάτι παλαιόθεν οικείο που υπέστει μια απώλεια. Μαθημένο στο σκοτάδι, το δημιούργημα, βλέπει πως η λύση είναι μακριά του απρόσωπου φωτός που σβήνει μνήμες, και μονάχα μια διάφορη του πολύ σκοτεινού λύση, έρχεται να αποκαλείται αν όχι ελπίδα σαν αυτές που έμαθε ο χώρος που στολίζεται, να λέγεται έστω σεβασμός του κάθε άλλο παρά παράλογου κόσμου που δημιουργεί σημάδια. Ένα διαρκές ταξίδι σε έναν λαβύρινθο, φτάνει να απομακρύνει τις απώλειες, όχι ξεχνώντας τες, αλλά μαθαίνοντας από την δυσκολία του χώρου, πως ποτέ δεν θα είναι όλα φωτεινά, άρα έτσι ποτέ και απόλυτα μαύρα. Μέσα από το σεβασμό, η δημιουργία της ψυχής και του οίκου της, γίνεται ευτυχισμένη καθώς βρίσκει την βαθιά συνείδηση. Την ανοικειότητα του ασυνείδητου μυστικού.