Κατά την μελέτη της πόλης δεν θα μπορούσε να μην επικεντρωθεί η προσοχή μας στην παραλιακή ζώνη της Λεμεσού. Είναι ζωτικό σημείο για την πόλη και τους κατοίκους της, τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά, ως σημείο αναφοράς. Ο δήμος Λεμεσού αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο της, έχει αναπλάσει και προσφέρει στο κοινό, την κατά μήκος ακτή της πόλης ως χώρο περιπάτου, άθλησης και ψυχαγωγίας σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα, σε αντίθεση, με την ιδιωτική-ατομική πρωτοβουλία της χρήσης των κτιρίων που αφορούν κυρίως σε τουρισμό, γραφεία και κατοικία. Τα δυο ετερόκλητα στοιχεία συμβιώνουν, με ένα ιδεολογικά αόρατο φράχτη να τα χωρίζει.
Οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες λειτουργούν σε ένα άλλο επίπεδο, στην ουσία και στην πράξη τους αντίθετο με του δήμου και κατ’ επέκταση του δημοσίου, κοινόχρηστου χώρου. Η οικονομική ανάπτυξη που έχει υποστεί η πόλη την τελευταία δεκαετία, έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος στην ανάπτυξη της εταιρικής λογικής και του ιδιωτικού συμφέροντος, προωθώντας έτσι την ανάδειξη της ατομικότητας και όχι της συλλογικότητας που έρχεται ως πρόταση λύσης των σημερινών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων.
Η πολυφωνία και η συνεργασία για το κοινό συμφέρον σε μια κοινωνία θεωρείτε υγιής πρακτική με θετικά αποτελέσματα ειδικότερα σε μικρές κοινωνίες. Με αυτό ως πρωτόλεια βάση σκέψης αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε ένα πρότυπο κτιρίου εργασίας όπου η λειτουργιά του θα επικεντρώνεται στις δράσεις και τις σχέσεις των εργαζομένων, τις συνεργασίες και τις ανταλλαγές τους, δημιουργώντας έτσι ένα αρχείο αλληλεπιδράσεων διαθέσιμο για όλα τα μέλη του. Η ατομικότητα και η ιεραρχία που ως συνήθως υπάρχει στα κτίρια εργασίας διαγράφεται, ενώ αναδεικνύεται η συλλογική δημιουργία. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ως ένα σύστημα “ανοιχτού κώδικα” όπου οποιοσδήποτε μπορεί να τον δανειστεί, να τον αναπτύξει, να τον τροποποίησει και να τον επαναπροσδιορίσει μαζί με άλλους.
Με βάση την εξειδίκευσή μας ως αρχιτέκτονες, η λογική αυτή εφαρμόζεται σε ένα κτίριο εργασίας προορισμένο για επαγγελματίες που ασχολούνται με τον σχεδιασμό και την άϋλη παραγωγή του καταλήγοντας στην υλική παραγωγή μέσω εργαστηρίων.
Η επαφή και συνεργασία των χρηστών εργαστηρίων και γραφειακών χώρων στην πραγματικότητα υλοποιείται με την ύπαρξη των κοινόχρηστων χώρων, που λειτουργούν ως σημεία συνάντησης, παραγωγής νέων ιδεών και αδιάκοπης ανταλλαγής επικοινωνίας. Η πρόσθεση κοινόχρηστων κτιριακών χώρων με σκοπό την αλληλεπίδραση γραφείων και εργαστηρίων ολοκληρώνει ένα σύστημα που πλέον ανάγεται ως οντότητα στο παραλιακό μέτωπο της πόλης. Στην εξέλιξη της ιδέας μας, παύει το σύστημα αυτό να είναι εσωστρεφές και να αφορά μόνο τους εργαζόμενούς του και ξεκινά να συνδιαλέγεται με τον κόσμο που το περιβάλλει, αφού πέραν των βασικών λειτουργιών του, προστίθενται χώροι που δίνονται στην πόλη ως δημόσιοι.
Έτσι, δημιουργείτε μια αλυσίδα σχέσεων που αντί, κατά τα εταιρικά πρότυπα, να ξεκινά από το ατομικό και να καταλήγει πάλι πίσω σε αυτό, ξεκινά με την ίδια βάση, την ατομικότητα, περνά μέσα από αλληλεπιδράσεις στην συλλογικότητα και καταλήγει στην κοινωνικότητα. Δηλαδή, οι υπάλληλοι των γραφείων και των εργαστηρίων συμβάλλουν ατομικά με ένα κοινό τρόπο σκέψης που περνά στην σφαίρα του συλλογικού (κτίριο) και ενοποιείται στην πορεία με την σφαίρα του κοινωνικού (πόλη) δημιουργώντας έτσι ένα πολυσύνθετο και διαρκώς μεταβαλλόμενο σύστημα στην καρδιά της πόλης.