Τι θα έλεγε η κατοικία για μας αν μπορούσε να μιλήσει; Ποια είναι η σχέση που αναπτύσσουμε με κείνην; Ποιες παράμετροι καθορίζουν και διαμορφώνουν τη σχέση ενοίκου και κατοικίας; Αισθανόμαστε ευτυχισμένοι στο σπίτι μας; Πόσο μπορεί να επηρεάσει τον ψυχισμό μας;
Η παρούσα διήγηση πραγματεύεται το διάλογο που υπάρχει στην αλληλεπίδραση μεταξύ ενοίκου και κατοικίας, ειδικά στην περίπτωση όπου αυτή η επικοινωνία δεν δομείται σε υγιείς βάσεις. Τί κάνει ο ένοικος όταν φτάνει συναισθηματικά σε ένα οριακό σημείο, παραδεχόμενος πως καταπιέζεται από την κατοικία και τις καταστάσεις που επικρατούν σε αυτήν; Από πού πρέπει να αναζητήσει βοήθεια τότε; Ποιος μπορεί να του αναδομήσει τα ερείπια που έχει σε αυτή τη σχέση;
Η διήγηση ξεκινά με μια αίσθηση δυσφορίας που εκφράζει η Λίνα, μια ένοικος που νιώθει “άστεγη” μέσα στο σπίτι της. Ζει ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους με τους οποίους δεν μπορεί να συνδιαλαγεί συναισθηματικά. Το στοιχείο της παροδικότητας επισκιάζει τη δυνατότητά της να δεθεί με την κατοικία της. Δεν μπορεί να ζήσει στο παρόν, ούτε ξέρει πώς να αφήσει την κατοικία να της προσφέρει όλα όσα εκείνη είναι προδιαγραμμένη να της δώσει.
Έτσι στο κάλεσμά της για βοήθεια απαντά ο Ορφέας, ένας Αρχιτέκτονας που υπόσχεται να της λύσει το πρόβλημα με τη δικιά του αρχιτεκτονική άποψη.
Μαζί θα εξερευνήσουν τις ρίζες που προκάλεσε αυτό το συναισθηματικό χάσμα και θα αναζητήσουν την χαμένη οικειότητα με το κατοικείν.