Από τα προϊστορικά χρόνια, μια από τις ανάγκες του ανθρώπινου είδους ήταν να δώσει μια οπτική μορφή στις ιδέες και έννοιες του, να αποθηκεύσει γνώση σε γραφική μορφή, και να προσδώσει τάξη, καθαρότητα και σαφήνεια στις πληροφορίες. Στην εποχή που ζούμε σήμερα, μπορούμε να μιλάμε για την υπαρκτή πλέον πλανητική διάσταση και ροή της πληροφορίας. Σε μια κοινωνία του θεάματος όπου το «είναι» μετατρέπεται σε «φαίνεσθαι», η όραση πριμοδοτείται ως αίσθηση μιας αλλοιωμένης πραγματικότητας.
Ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας αυτής, η αρχιτεκτονική εξελίσσεται μαζί με τα μέσα διαμεσολάβησης της κοινωνικής θέασης ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται από αυτά. Η σχέση αρχιτεκτονικής – κοινωνικού ιστού στο επίπεδο επικοινωνίας, έρχεται σε μια θέση εξάρτησης με το μέσο που την παράγει και την υποστηρίζει.
Έτσι το αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα, μέσα από μια συνθετική διαδικασία, μεταφράζεται ως πληροφορία που λειτουργεί με τη σειρά της ως ένα σύστημα έκφρασης και εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου, που υπόκειται σε κωδικοποιημένες συμβάσεις. Γίνεται αντιληπτό, πως ο αρχιτέκτονας – συνθέτης της δομής της πληροφορίας και της δομής της επικοινωνίας οφείλει να συμπεριλάβει μια νέα σχεδιαστική διάταξη της πληροφορίας, και καλείται εκ νέου να συνθέσει το επόμενο βήμα επικοινωνίας.
Συνεπώς δημιουργείται η ανάγκη για μια ευρύτερη κατανόηση της μεθοδολογίας και των κανόνων που θα πρέπει να ακολουθεί, σε μια προσπάθεια επικοινωνίας της με την όλο και τεχνολογικά εξελισσόμενη και περισσότερο απαιτητική κοινωνία.
Μέσα σ’ αυτόν τον προβληματισμό, η ερευνητική εργασία εστιάζεται στην διερεύνηση των κανόνων που τηρούνται κατά την συνθετική δημιουργία μιας επιφάνειας επικοινωνίας στον τυπογραφικό σχεδιασμό, καθώς και μια εκτενέστερη καταγραφή των τεχνικών υλοποίησης της.