Οι έννοια του δημόσιου χώρου και των ορίων που αυτοί θέτουν σε κατακερματισμένες οδικές αρτηρίες αποτελούν ένα αστικό κενό το οποίο μπορεί, μέσω της κατάλληλης επέμβασης και δημιουργικής κατασκευής, να μετατραπεί από ένα αποτρεπτικό όριο σε χώρος κατάρριψης των ορίων, από ένα κενό σε μια γέφυρα επικοινωνίας.
Ακριβώς ένας τέτοιος ενδιάμεσος χώρος είναι αυτό που αποτέλεσε αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής εργασίας. Στόχος της εργασίας είναι να προβληματίσει τον αναγνώστη σχετικά με τη γεφύρωση του ‘παρελθόντος’ και του ‘μέλλοντος’, προσφέροντας ζωή στο παρόν, μέσα από τον τρόπο ένωσης τριών κεντρικών οδικών αρτηριών, με πολλούς ‘εναπομείναντες’ και ‘παραπεταμένους’ χώρους και μετατροπής του σε ένα ζωτικό κέντρο που θα παρέχει έναν πνεύμονα πρασίνου για τους κατοίκους του, θα ψυχαγωγεί αλλά και θα επιμορφώνει τον επισκέπτη, καλύπτοντας βασικές ανάγκες επικοινωνίας και καταρρίπτοντας τα όρια που προσφέρει ο υπάρχον σχεδιασμός αυτών των οδικών αρτηριών.
Το προτεινόμενο έργο τοποθετείται σε κεντρικό σημείο της πρωτεύουσας ανάμεσα σε τρεις (3) βασικές λεωφόρους ταχείας κυκλοφορίας. Η ιστορία του μας δείχνει ότι αυτό το μέρος κάποτε έσφυζε από ζωή και νερά, πριν αποτελέσει ένα πέρασμα ταχυτήτων και μια οριοθέτηση μεταξύ των περιοχών που τέμνονται από αυτές. Η ζωή του νερού του Ιλισού ποταμού, που δίνει το σπόρο της δημιουργίας τόσο σε ένα κέντρο νερού με ένα μικρό εκθεσιακό χώρο, όσο και στην αναβιωση του πρασίνου των παρ-ιλίσιων πεδίων. Η προτεινόμενη ανάπλαση παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τον τρόπο με τον οποίο το ‘ρήγμα’ και το ‘κενό’ των ενδιάμεσων χώρων αντικαθίστανται με χώρους ζωτικούς για το αστικό τοπίο όπως η πολυεπίπεδη πλατεία – κήπος, το μουσείο νερού και οι επιμορφωτικοί χώροι πάνω σε ζητήματα νερού και (υδροπονικής) καλλιέργειας.
Τέλος, η παρούσα εργασία επιθυμεί να θέσει στόχους αλλαγών και κατάργησης της περιχαράκωσης και των συνόρων που προωθούν τα σύγχρονα μοντέλα διαβίωσης των μεγάλων αστικών πόλεων θέλοντας να βελτιώσει αυτή τη συνθήκη στο κέντρο μιας πρωτεύουσας όπου η ανάγκη για ύπαρξη και βελτίωση του δημοσίου χώρου γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτική και αναγκαία.