Σε περιόδους κρίσης, η αναπόφευκτη ρήξη ατόμων ή ομάδων με το σύστημα έχει σαν αποτέλεσμα την αποδικτύωσή τους και την παραγωγή μίας νέας ανάγκης για έκτακτη πληθυσμιακή μετακίνηση. Με δεδομένη αυτήν τη συνθήκη, επιχειρείται εκ μέρους μας ένα πείραμα στο οποίο εγκαταλελειμμένοι προαστιακοί βιομηχανικοί χώροι μετατρέπονται σε συσσωρευτές υποδομών για την προσωρινή στέγαση των μεταβατικών χρηστών. Αυτά τα χωροχρονικά απροσδιόριστα εντροπικά σημεία, που διέπονται από διαφορετικούς ρυθμούς φθοράς, επαναδικτυώνονται στο πλαίσιο μιας διάσπαρτης πόλης η οποία ανατρέπει την πρακτική του οδικού ταξιδιού που μορφώνεται μέσα από την αποσπασματική θέαση και την ασυνέχεια της μετατόπισης και την αντικαθιστά με μία δυνητικά συνεχιζόμενη μετακίνηση που συνδυάζεται με τη δυνατότητα προσωρινής στάσης και διαμονής. Στον χώρο του εργοστασίου σχεδιάζονται κατοικίσημες επιφάνειες από την καταστροφή και ανατυποποίηση αντικειμένων που ήδη υπάρχουν στο χώρο, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν τόσο ως επεκτάσιμες πλατφόρμες διασύνδεσης των χρηστών όσο και ως καταφύγια απομόνωσης κατά βούληση. Ουσιαστικά, δομείται ένα νέο περιβάλλον κοινωνικοποίησης το οποίο μεταβάλλει την έννοια της υποδομής , διευκολύνει την επανασύνδεση του χρήστη σε νοηματικά δίκτυα που προσαρμόζονται στην ατομικότητά του και παράγει μία μορφή εργασίας η οποία αποτελεί ένα αυθόρμητο γεγονός, μία μη-σχεδιασμένη δράση που παρεμβάλλεται στην μετατόπιση.