Στόχος της εργασίας είναι η χωροθέτηση και ο σχεδιασμός του Κεντρικού Σταθμού υπεραστικών λεωφορείων Αθηνών. Με δεδομένα την εγγύτητα με τους βασικούς αυτοκινητοδρόμους, την εύκολη πρόσβαση με μέσο σταθερής τροχιάς, την θέση της περιοχής προς το κέντρο της πόλης και τις ιδιαίτερες συνθήκες της, επιλέγεται η περιοχή του Ελαιώνα, και πιο συγκεκριμένα το οικοδομικό τετράγωνο όπου βρίσκεται το αμαξοστάσιο του μετρό, η οροφή του οποίου προτείνεται να για το συγκεκριμένο σκοπό. Η υψομετρική διαφορά της άνω επιφάνειας της οροφής του αμαξοστασίου από το επίπεδο του δρόμου αξιοποιείται ως στοιχείο με στόχο να διαχωριστούν οι κινήσεις των πεζών ανθρώπων από τις κινήσεις των οχημάτων, η οποίες τοποθετούνται σε διαφορετικά επίπεδα. Παράλληλα χρησιμοποιείται ο παρακείμενος χώρος πρασίνου για να βελτιώσει την πρόσβαση στο επίπεδο του Σταθμού ενώ συγχρόνως αποτελεί προέκταση του σταθμού τη στιγμή που και ο σταθμός μπορεί να λειτουργήσει ως προέκταση του συγκεκριμένου πάρκου. Κατόπιν προτείνονται τριών τύπων κατασκευές για να καλύψουν τις ανάγκες του σταθμού. Στο χώρο κίνησης των ανθρώπων προτείνονται περίπτερες κατασκευές ορθογωνικής κάτοψης που φιλοξενούν σημεία στάσης. Γύρω από αυτό το χώρο τοποθετούνται οι άξονες κίνησης και τα σημεία στάσης των οχημάτων, τα οποία διαμορφώνονται λαμβάνοντας υπ’ όψιν την τροχιά κίνησης τους με αποτέλεσμα καμπυλόμορφες σε επίπεδο κάτοψης κατασκευές. Τέλος, οι δυο προηγούμενες καταστάσεις περικλείονται από τοπολογικής γεωμετρίας επιφάνειες, ανεπτυγμένες σε ορθογωνικό κάναβο. Οι κατασκευές αυτές σηματοδοτούν κινήσεις πεζών είτε υπό τη μορφή στεγάστρου, είτε σαν διαμόρφωση της επιφάνειας του εδάφους. Η συνολική διαμόρφωση του Σταθμού λεωφορείων φιλοδοξεί να αποτελέσει ευκαιρία για τη σύνθεση νέων αστικών προγραμμάτων.