Στην εργασία αυτή γίνεται μια εκτεταμένη έρευνα σχετικά με τον προσφυγικό συνοικισμό και στη συνέχεια την πόλη της Νέας Ιωνίας Μαγνησίας. Η έρευνα αυτή έχει να κάνει τόσο με την ιστορία της σύστασης της προσφυγουπόλης, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν ως προς αυτή τη κατεύθυνση, τους κατοίκους της, την πολεοδομία αλλά και την αρχιτεκτονική της πόλης καθώς επίσης και με τις μονάδες κατοίκησης που ανεγέρθηκαν για να στεγάσουν τους πρόσφυγες.
Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην προσέλευση των Μικρασιατών προσφύγων και στην εγκατάσταση τους στο Βόλο και έπειτα στην Νέα Ιωνία. Εδώ λοιπόν, βλέπουμε αρκετά αναλυτικά κάτω από ποιες συνθήκες αυτός ο τόσο ταλαιπωρημένος λαός ξεριζώθηκε, διώxθηκε ή «ανταλλάχθηκε» εκείνες τις μαύρες μέρες που γράφτηκε το τέλος του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο επίλογος της ιστορίας ενός λαού βγαλμένου από τα σπλάχνα της Ελλάδας, που μεγαλούργησε σ’ εκείνα τα χώματα των χαμένων πατρίδων της Ιωνίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου, που αφού πρώτα τα πότισαν με τον ιδρώτα τους και τα έκαναν πλούσια και εύφορα, αντάξια των ικανοτήτων τους, στη συνέχεια τα μάτωσαν πληρώνοντας με τις ζωές τους και τις περιουσίες τους, τα λάθη της μάνας πατρίδας και τις σκευωρίες των ισχυρών της γης. Αυτός λοιπόν ο καταταλαιπωρημένος αλλά και περήφανος λαός, μεταφέρθηκε αποδεκατισμένος, τουλάχιστον όσον αφορά τον ανδρικό πληθυσμό και διαμοιράσθηκε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Μια εξ’ αυτών ήταν και ο Βόλος.
Στο Βόλο λοιπόν, όπως και σε όλες τις άλλες πόλεις που κατέφθαναν τα κύματα των προσφύγων, η πρώτη εγκατάσταση έγινε σε άθλια παραπήγματα, παράγκες ή στην καλύτερη περίπτωση σε παλιές αποθήκες, οπού στοιβάχτηκαν οι αλλοτινοί άρχοντες, οι νοικοκυραίοι Μικρασιάτες, «γκιαούρηδες» και αλλόθρησκοι για τους Τούρκους, τουρκόσποροι και ξενόφερτοι για τους Έλληνες αδερφούς τους.
Η Ελλάδα, απροετοίμαστη, ανήμπορη και εξαντλημένη μετά από έναν πόλεμο που της στοίχισε πολλά σε ζωές και χρήμα, ήταν δύσκολο να ανταποκριθεί στις ανάγκες όλων αυτών των ανθρώπων. Η επιτροπή αποκαταστάσεων προσφύγων που συστάθηκε, κατάφερε μετά βασάνων να κατασκευάσει κάποιους οικισμούς, πρόχειρες κατασκευές, μέσα στις οποίες στέγασε τους ανθρώπους αυτούς που είχαν αρχίσει ήδη να τους θερίζουν η πείνα και οι αρρώστιες. Αυτά λοιπόν τα πρόχειρα κτίσματα, ήταν γι’ αυτούς μια καινούργια αρχή. Υο κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους που στέγασε τις οικογένειες τους, τα όνειρα τους, τις προσδοκίες τους. Έτσι, τόσο φτωχικά μα με πολύ πείσμα και περηφάνια, άρχισαν να ξανακάνουν όνειρα, εκεί στις μονοκάμαρες του συνοικισμού, στις πέτρες του Ξηρόκαμπου, άπλωσαν σιγά σιγά ρίζες, μπόλιασαν με το καλό μπόλι τους του δέντρο της Ελλάδας. Πάλεψαν, δούλεψαν ακούραστα και ξανασηκώθηκαν στα πόδια τους. Γεννημένοι αγωνιστές, πρόκοψαν και ο ένας βοήθησε τον άλλο κι όλοι μαζί βάλανε τα θεμέλια μιας καινούριας πόλης, της Νέας Ιωνίας, που άρχισε να γεμίζει από μαγαζάκια με τεχνίτες, επαγγελματίες και μικρέμπορους. Άλλοι πάλι, εργάτες και εργάτριες στις καπναποθήκες αλλά και σε άλλα εργοστάσια του Βόλου και της Νέας και άλλοι λιμενεργάτες και ναυτικοί στο λιμάνι του Βόλου, ξανάχτισαν τη ζωή τους. Πολλές ήταν τότε οι εργάτριες στο Μεταξουργείο, ένα από τα εργοστάσια που βρίσκονταν στον πολεοδομικό ιστό της Νέας Ιωνίας, πάνω ακριβώς από τον Χείμαρρο Κραυσίδωνα, ιδιοκτησίας Ετμεκτζόγλου. Σήμερα, το κτίριο του Μεταξουργείου έχει απαλλοτριωθεί από το δήμο και στεγάζει την Υπηρεσία Πολεοδομίας της Νέας Ιωνίας, το κέντρο νεολαίας, αίθουσα εκδηλώσεων και κινηματογραφικών προβολών και το Κ.Ε.Π. Νέας Ιωνίας.
Στη συνέχεια, στέγασαν την πίστη τους στην Ευαγγελίστρια, δημιούργησαν την ποδοσφαιρική τους ομάδα την «ΝΙΚΗ», έχτισαν το σχολείο τους για να μάθουν γράμματα τα παιδιά τους, από τα οποία πολλά είναι σήμερα επιστήμονες. Έτσι, η Νέα Ιωνία, έγινε δήμος και άρχισε να αναπτύσσεται και να μεγαλώνει μαζί με τα προσφυγόπουλα που κι αυτά μεγάλωναν και παντρεύονταν και έκαναν καινούργιες οικογένειες, κάνοντας την έτσι τη δεύτερη πληθυσμιακά πόλη της Μαγνησίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται εκτενής αναφορά ακριβώς σ’ αυτά τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά της πόλης και στην αρχιτεκτονική της, που έτσι κι αλλιώς είναι λιτά. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν ο προσφυγικός συνοικισμός μεταμορφώθηκε σιγά σιγά και χωρίς κανένα ιδιαίτερο σχεδιασμό, στη μετέπειτα πόλη της Νέας Ιωνίας. Ωστόσο, υπάρχουν τα κτίσματα που είναι σημεία αναφοράς για την ιστορία της, όπως είναι ο Ιερός Ναός Ευαγγελίστριας, που μόνοι τους έχτισαν οι πρόσφυγες με πολλή προσωπική εργασία και από το υστέρημα τους και στον οποίο στέγασαν την πίστη τους και τις εικόνες που μετέφεραν μαζί τους από τις χαμένες πατρίδες τους, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους ή αφήνοντας αντ’ αυτών άλλα πράγματα αξίας η πρώτης ανάγκης. Επίσης τα σχέδια του μεταγενέστερου και σημερινού Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας που μεγάλος και επιβλητικός πια, δεσπόζει στην καρδιά της πόλης, θυμίζοντας σε όλους πόσο πρωταρχικό ρόλο έπαιζε η πίστη στους ανθρώπους αυτούς, που χρόνια και χρόνια την κράτησαν ζωντανή στη μακρινή πατρίδα τους υπό το άγρυπνο βλέμμα των αλλόθρησκων. Το δεύτερο σημείο αναφοράς, όσον αφορά την αρχιτεκτονική της πόλης, που στην αρχή στεγάστηκε σε δύο διώροφα προσφυγικά κτίσματα απέναντι από την πλατεία της Ευαγγελίστριας, στη συνέχεια όμως οι μαθητές μεταφέρθηκαν στο νέο μεγάλο κτίριο των 7ου και 8ου Δημοτικών Σχολείων. Άλλο ένα σημείο αναφοράς είναι το Δημαρχείο της Νέας Ιωνίας, που άρχισε να κατασκευάζεται σταδιακά και να μεγαλώνει παράλληλα με την πόλη. Αρχικά, το κτίσμα ήταν μικρό, στη συνέχεια όμως έγιναν κι άλλες προσθήκες έτσι ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της νέας μεγαλύτερης πόλης που συνεχώς αναπτυσσόταν. Έτσι λοιπόν, το 1947 ο προσφυγικός συνοικισμός έγινε ο Δήμος Νέας Ιωνίας. Αργότερα, δημιουργήθηκαν και άλλα δημοτικά κτίρια από παλιές προσφυγικές κατοικίες που απαλλοτριώθηκαν και αναπαλαιώθηκαν με χρηματοδότηση από το πρόγραμμα URBAN και σ’ αυτά στεγάστηκαν διάφορες δημοτικές υπηρεσίες και οργανισμοί. Σε ό, τι αφορά την πολεοδομία της πόλης, γίνεται πλήρης αναφορά των συνοικιών που απαρτίζουν την πόλη, των υποπεριοχών, των πλατειών καθώς και δύο από τα σπουδαιότερα τοπόσημα της, το γήπεδο της «ΝΙΚΗΣ», την λεγόμενη «κλούβα», σήμερα Παντελής Μαγουλάς και το πρόσφατα ανεγερθέν Πανθεσσαλικό Στάδιο, για τα οποία μάλιστα αναφέρονται και χαρακτηριστικά κατασκευής τους. Οι δύο αυτές αθλητικές εγκαταστάσεις, δεν παρουσιάστηκαν στην ενότητα της αρχιτεκτονικής της πόλης, καθώς με την παρουσία επηρεάζουν έντονα τον πολεοδομικό ιστό της πόλης.
Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, γίνεται λεπτομερής αναφορά στο οικιστικό ζήτημα της Νέας Ιωνίας. Καταγράφονται οι τυπολογίες των προσφυγικών οικημάτων και ο τρόπος κατασκευής τους. Οι σημαντικότερες οικιστικές τυπολογίες και κατά σειρά κατασκευής είναι τα «Τετράγωνα», τα Τσιμεντένια, τα Τζαμαλιώτικα, τα Γερμανικά και τα Πέτρινα. Για την κάθε ομάδα, υπάρχουν σχέδια αντιπροσωπευτικά του τρόπου κατασκευής τους. Επιγραμματικά, και ξεκινώντας απ’ τα «Τετράγωνα», ήταν τα πρώτα σπίτια στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πρώτες προσφυγικές οικογένειες. Αυτά ήταν μακρόστενα κτίσματα που χωρίζονται με μεσοτοιχίες σε τέσσερις κάμαρες, στην καθεμία από τις οποίες στεγαζόταν μια οικογένεια. Κτισμένες περιμετρικά ώστε να δημιουργούν τετράγωνο, άφηναν το κέντρο του ελεύθερο, δημιουργώντας μια μικρή πλατεία στην οποία υπήρχαν ένα πηγάδι απ’ όπου έπαιρναν νερό οι οικογένειες των προσφύγων του τετραγώνου, ένα πλυσταριό που όλοι έπλεναν τα ρούχα τους και δύο αποχωρητήρια δεξιά και αριστερά του πλυσταριού κοινό κι αυτό για όλους. Τα τσιμεντένια δυτικά της Ευαγγελίστριας, ήταν πιο ανθρώπινα, ήταν κτισμένα από τσιμεντόλιθους, με τετράρριχτη στέγη και στέγαζαν δύο οικογένειες που η κάθε μια είχε στη κατοχή της δύο δωμάτια, κουζίνα, αποχωρητήριο και αυλή. Τα επόμενα ήταν τα «Τζαμαλιώτικα». Ονομάστηκαν έτσι από το όνομα του Τούρκου καπνέμπορου Τζαμαλή, στην αποθήκη του οποίου ζούσαν οι πρόσφυγες που τα κατοίκησαν. Τα κτίσματα αυτά, που ήταν τα πλέον άθλια, στριμωγμένα σε οικόπεδα 22 – 30 τ.μ., φιλοξένησαν ολόκληρες οικογένειες, πολυμελείς μερικές φορές, στη μια και μοναδική κάμαρη τους. Τα Γερμανικά ήταν η άλλη κατηγορία οικημάτων, ανατολικά της Ευαγγελίστριας και ακριβώς μετά τα τετράγωνα. Ονομάστηκαν έτσι γιατί η κατασκευή τους χρηματοδοτήθηκε από της αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ευτελείς κατασκευές από λεπτές τσιμεντόπλακες, βιδωμένες πάνω σε ξύλινο σκελετό που χωρίζονταν σε τέσσερα μέρη και φιλοξενούσε τέσσερις οικογένειες, οι οποίες ουσιαστικά ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, αφού η μια οικογένεια άκουγε οτιδήποτε έκανε η διπλανή. Τέλος, τα πέτρινα δυτικά κι αυτά της Ευαγγελίστριας, ακριβώς μετά τα τσιμεντένια. Αυτά ήταν αρκετά ευρύχωρα και με μεγάλο οικόπεδο 100 – 170 τ.μ., ήταν κτισμένα με πέτρα που εξορυσσόταν από το λατομείο του Κουφόβουνου, κεραμοσκεπή και αποτελούνταν από δύο δωμάτια με χολ και βοηθητικούς χώρους. Αυτά τα κατοικούσαν ως επί το πλείστον, πρόσφυγες που ήρθαν το 1924, οι λεγόμενοι «ανταλλάξιμοι». Αυτές λοιπόν, ήταν οι βασικότερες τυπολογίες οικημάτων μέσα στα οποία στεγάστηκαν οι πρόσφυγες.
Αυτά τα μικρά σπίτια, μοσχοβολούσαν από καθαριότητα, άστραφταν από νοικοκυροσύνη, λουλούδιζαν από μεράκι, ήταν μια νέα αρχή γι’ αυτούς τους προκομμένους ανθρώπους που αν και έφτασαν σ’ αυτόν τον τόπο ορφανοί, πεινασμένοι, ξεριζωμένοι, με το φόβο του θανάτου και της απώλειας στα ανταριασμένα μάτια τους, ξαναγεννήθηκαν μέσα απ’ τις στάχτες τους και σαν λαβωμένοι αετοί που έγιαναν τις πληγές τους, ξαναπέταξαν ψηλά και αγωνίστηκαν και δούλεψαν και μορφώθηκαν και έγραψαν και πάλι την ιστορία τους, το χρονικό τους, το χρονικό της Νέας Ιωνίας.