Οι χωρικές ενότητες εφάπτονται και αλληλεπιδρούν. Η οργάνωση του χώρου προκύπτει μέσα από τη διαχείριση των αντιθετικών στοιχείων. Η κίνηση του σώματος είναι ο καθοριστικός παράγοντας που συμμετέχει στη διαμόρφωση μιας συνολικής αντίληψης του χώρου. Συνεπώς, για το σώμα, ο χρόνος μετάβασης περιγράφει μια οριακή περιοχή που στο παρόν ερευνητικό ονομάζεται ενδιάμεσος χώρος. Η περιοχή αυτή που βρίσκεται στη μεθόριο δύο ετερόκλιτων χωρικών καταστάσεων ορίζει την εκάστοτε πρόθεση του ενδιάμεσου χώρου να ενώσει τις δύο πλευρές, να προετοιμάσει την είσοδο, να οδηγήσει την κίνηση σε άλλο ύψος, να διανείμει τις κινήσεις κατά μήκος ενός άξονα ή τέλος, να επεκτείνει την επιρροή της μίας εις βάρος της άλλης. Ο ρόλος της ενδιάμεσης περιοχής αναλύεται βάσει θεωρητικών αναφορών, διαγραμμάτων και παραδειγμάτων, το σύνολο των οποίων συμπυκνώνει τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης.
Οι μέθοδοι της ταξινόμησης, της αναγωγής στο ελάχιστο και ο συσχετισμός με άλλα συνθετικά συστήματα μας οδήγησε στη διαμόρφωση πέντε κατηγοριών. Η κατηγοριοποίηση που προτείνεται αφορά στους γενότυπους που δύναται να συνθέσουν μεταβατικούς χώρους σε οποιαδήποτε κλίμακα. Συνεπώς, σημασία έχει η αποδέσμευση των κατηγοριών από τα πιθανά τυπολογικά χαρακτηριστικά με τα οποία επιβαρύνονται ως χωρικές συγκροτήσεις, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν καθαρά εννοιολογικά, βάσει της θέσης τους στη χωρική δομή. Επομένως, πρόκειται για μια συνθετική παλέτα των βασικών αρχών διαχείρισης των ενδιάμεσων μεταβατικών χώρων, η οποία εξετάζεται με σκοπό τη μετέπειτα δημιουργική σχεδιαστική αντιμετώπιση της διαδικασίας της μετάβασης.