Η σχέση του σώματος με την αρχιτεκτονική και το σύνθετο φαινόμενο της υλικής υπόστασης κατείχε πάντα μία προνομιακή θέση στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού. Η παράδοση αυτή αρχίζει, ίσως, με το Βιτρούβιο, ο οποίος συγκρίνει το ανθρώπινο σώμα απευθείας με το σώμα του και στη συνέχεια κάνει μία σειρά από αλυσιδωτές διατυπώσεις γύρω από αυτήν την αναλογία, που υπερβαίνουν την πρωταρχική ανάγκη να εξηγήσουν τη σημασία της αναλογίας, της συμμετρίας και της αρμονίας στην αρχιτεκτονική. Παρόλο που το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε από τους κριτικούς της αρχιτεκτονικής με μεγάλο ενδιαφέρον, παραμένει ελάχιστα κατανοητό. Η πιο κριτική ματιά του ρόλου του σώματος στην κατανόηση της πραγματικότητας είναι η σχέση ανάμεσα στο σώμα και σε αυτό που πραγματικά υπάρχει. Ο Πλάτωνας, και στη συνέχεια ο Αριστοτέλης, έκανε το αποφασιστικό βήμα απέναντι σε μία συνολική κατανόηση της υλικής υπόστασης. Το σώμα, για τον Πλάτωνα, δεν είναι κάτι δοσμένο ή κάτι που μπορεί να απομονωθεί ή να οριστεί ως ολότητα: αντίθετα είναι μέρος μίας διαδικασίας τοποθέτησης σε σειρά μέσα σε αναγκαία πλαίσια. Σαν αποτέλεσμα, το σώμα εμφανίζεται ως μία σχετικά σταθερή δομή, τακτοποιημένη σε σειρά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της πραγματικότητας ως ένα όλον (κόσμος). Η συμβολή του Αριστοτέλη στην κατανόηση της υλικής υπόστασης έχει μεγάλη σχέση με την έμφαση στην εξατομίκευση του είδους, στην ιδιαιτερότητα της θεμελιώδους μορφής των πραγμάτων ή των σωμάτων και στην ουσία. Το γεγονός ότι μόνο συγκεκριμένες ουσίες είναι αυτοσυντηρούμενες δε σημαίνει, φυσικά, ότι είναι οι μόνες υπαρκτές. Ο Αριστοτέλης επιμένει πως δεν μπορεί να υπάρχει ενέργεια χωρίς επαφή, γεγονός από το οποίο συμπέρανε όχι μόνο τη σημασία της επαφής αλλά και της θέσης, την ύπαρξης στο χώρο, του βάρους και της ελαφρότητας. Η θεωρία αυτή έφερε το όραμά του για την υλικότητα επικίνδυνα κοντά στη θεωρία των Σοφιστών, σύμφωνα με τους οποίους οτιδήποτε είτε δρα ή δέχεται δράσεις επάνω του αποτελεί ένα σώμα· με άλλα λόγια, τα μόνα πράγματα που αληθινά υπάρχουν είναι τα υλικά σώματα…