Το όρυγμα ιδωμένο ως τόπος ικανός να απελευθερώνει λέξεις. Η εκσκαφή του εδάφους αναγκάζει το χώμα να μιλήσει, το αιχμηρό εργαλείο σκαλίζει μια επιφάνεια για να χαράξει γράμματα, η ουλή στο δέρμα είναι το τεκμήριο ενός αρχείου. Η αρχαιολογική ανασκαφή, η γραφή και η αρχειοθέτηση απαιτούν να διανοίξουν μια τομή και η τομή είναι χειρονομία που βιάζει την ομιλία. Στο Κάλλιο τα ορύγματα σιωπούν. Όλα έχουν ήδη ειπωθεί. Η ιστορία έχει καταγραφεί και τα τεκμήρια αφέθηκαν εξωτερικά του ρήγματος, σε ένα κενό, που χρησιμεύει πλέον ως τόπος εγκατάστασης τους.
Η συλλογή τους συνιστά μια πράξη αμήχανη την οποία προκαλεί το ίδιο μάλλον κίνητρο που ώθησε τους αρχαιολόγους να συνεχίσουν τις ανασκαφές ενώ το χωριό βυθιζόταν. Η αποκάλυψη ενός αρχαίου τόπου για να καταγραφεί πριν ταφεί εκ νέου. Η αδυναμία συνέχειας και η άρνηση παραίτησης οδηγούν στον εγκλωβισμό σε μια συνθήκη σχεδόν εμμονική. Εμμονή στην καταγραφή, την παρακατάθεση και την αρχειοθέτηση. Το μνημείο καθαυτό είναι προορισμένο να χαθεί και το αρχείο μπορεί να πάρει τη θέση του. Μια ειδωλολατρία του τεκμηρίου που αδυνατεί να διακρίνει την απόσταση που χωρίζει το Κάλλιο από τις περιγραφές του. Ο τόπος υπάρχει εφόσον μπορεί να υπάρξει με προτάσεις.
Η χειρονομία που θέλει να τον διαγράψει αυξάνει τελικά τη σημασία του. Το σβήσιμο από το χάρτη πυροδοτεί τη γραφή στα λήμματα του αρχείου. Η Καλλίπολις ανασκάπτεται επειδή πρόκειται να βυθιστεί. Το Κάλλιο εγγράφεται επειδή πρόκειται να διαγραφεί. Όταν η βύθιση έχει πια συντελεστεί η αναζήτηση αγκιστρώνεται από τις αρχειακές καταγραφές.Το τεκμήριο του απολεσθέντος τόπου τείνει να γίνει πιο σημαντικό από τον ίδιο.Στην προσπάθεια του να διαφωτίσει, κενώνει τον χώρο και απομένει μόνο να συλλέγει το βλέμμα.
Καθορίζει τα όρια του ,επιβάλλει ιδιότητες, μιλά για αυτόν, ο ίδιος όμως δεν είναι ποτέ εκεί για να αποκριθεί. Το Αρχείο διατηρεί με τον αρχαίο τόπο μια σχέση της οποίας η θετικότητα προέρχεται από την απομάκρυνση και το χωρισμό. Παραμένει πάντα μια κατασκευή εξωτερική από την ταυτότητα. Μια γλώσσα από την οποία το υποκείμενο έχει αποκλειστεί.Κάλλιον, Καλλίπολις, Βελούχοβο, Κάλλιο. Περίλαμπρη αρχαία πόλη, μεσαιωνικός οικισμός, βυθισμένο χωριό. Παρόντες είναι μόνο οι προσδιορισμοί ενός τόπου ο οποίος βρίσκεται πάντα αλλού και εδώ στέκεται παθητικός για να καταγραφεί σε ξένους καταλόγους.
Το αρχείο καταλήγει τελικά συλλογή της ακατανίκητης απουσίας του Καλλίου. Προσεγγίζει τον τόπο μέσω των εκδηλώσεων του, σχεδόν τον διαρρηγνύει.Διαχωρίζει τα ευρήματα και τα ταξινομεί σύμφωνα με δικούς του όρους, σε αποσπασματικές ενότητες σαν να μην αποτελούν τα μέρη ενός όλου. Η Οικία του Αρχείου αποσπάται από τον οικιστικό ιστό της αρχαίας πόλης και αποκτά τον δικό της χώρο ως ξεχωριστό λήμμα. Είναι αυτή που δίνει στην Καλλίπολη την ιδιάζουσα βαρύτητα του πολιτικού κέντρου με διασυνδέσεις που φτάνουν στην Αίγυπτο. Ο τεμαχισμός συνεχίζεται και το εσωτερικό αποσχίζεται από το περίβλημα, το περιεχόμενο από το περιέχον. Τα κινητά θραύσματα , που διασώθηκαν και μετατοπίστηκαν, συνιστούν διαφορετικό είδος ευρήματος από τα αρχιτεκτονικά ερείπια που παραμένοντας στη θέση τους καλύφθηκαν από νερό. Τα σφραγίσματα των παπύρων βρίσκονται ακόμα στην πραγματικότητα μας για να παρουσιάσουν τον εαυτό τους. Το αντικείμενο καθαυτό είναι το τεκμήριο. Η αίθουσα του αρχείου χρειάζεται τη μεσολάβηση της αρχαιολογικής γραφής για να αναφανεί.Στη συνομιλία μαζί της ένας τρίτος όρος παρεμβαίνει και μιλάει εκ μέρους της. Η ίδια παραμένει βουβή και κρατά αδιάβατη την απόσταση της.
Τα τεκμήρια των πνιγμένων λειψάνων παρέχουν μια γνώση σχεδόν απριορική. Πληροφορούν για έναν τόπο που δεν αφήνεται στο άγγιγμα.Η γραφή διαχωρίζεται από την εικόνα. Η γραφή ζητά να αποσιωπήσει την εικόνα. Διαθέτει στον αναγνώστη την απεικόνιση του Καλλίου, το περίγραμμα του μα όχι εκείνο που εμπεριέχει, τη σιλουέτα μα όχι την όψη του. Τελικά δεν επιτυγχάνεται παρά μια κενή σκόπευση, η εποπτική πλήρωση είναι ανέφικτη και τα αρχαία ερείπια δεν παρίστανται παρά με τον τρόπο μιας σκέψης ή μιας ενθύμησης.Το τεκμήριο μοιάζει να ψευδολογεί, δεν προσφέρει ποτέ εκείνο που υπόσχεται.
Τα αντικείμενα που διασώθηκαν καταχωρούνται σε αριθμητικές λίστες και απομακρύνονται από τον τόπο που τα παρήγαγε. Αποσπάσματα μιας χαμένης γης παραπέμπουν πάντα σε εκείνο το κομμάτι που λείπει. Βρίσκονται προστατευμένα από την απειλή,ωστόσο ανέστια, στο κενό που τα περιβάλλει χωρίς ρίζα και χωρίς υπόβαθρο.Η γραφή και η εικόνα συναντώνται και πάλι, εκτυλίσσονται παράλληλα, αναζητούν όμως τόπο εγκατάστασης.
Ελάχιστα είναι τα απομένοντα στην Καλλίπολη ερείπια.Κάποια τμήματα του τείχους είναι ακόμα ορατά πάνω από την επιφάνεια της λίμνης.Υπομνήματα ενός κόσμου που έχει χάσει την αρχή του,ενός κόσμου αναρχικού. Οι νόμοι του αρχείου, οι προτεινόμενες διατάξεις ανάγνωσης, η αρίθμηση των τεκμηρίων μοιάζουν να γίνονται χωρίς νόημα. Τυχαίες σειρές των οποίων τη θέση μπορούν να καταλάβουν οποιεσδήποτε άλλες δίχως να διαταράξουν την αρχειακή λειτουργία.
Όταν το Κάλλιο περνά κάτω από το νερό μια νέα αρχή είναι εφικτή. Μέσω της μνήμης μπορεί να θεμελιώσει τον εαυτό του εκ των υστέρων. Όχι πια ως χαμένη αρχαία πολιτεία μα ως παλίμψηστο που θέλει να προφυλάξει τον κόσμο που κρύβεται από κάτω του.Η στιγμή της βύθισης μεταφέρει τον τόπο από την ζωντανή ομιλία στην αφήγηση.Είναι η στιγμή που ορίζει την αρχή του Αρχείου. Μια τομή στο χρόνο που επιτρέπει στο Κάλλιο να σιωπήσει και με τον τρόπο αυτό να μιλά μυθικά.[1] Τα λείψανα του παρέχουν τα γράμματα για την διήγηση της ιστορίας του, εκείνης που υπήρξε και εκείνης που θα υπάρξει.Όπως και το Αρχείο το Κάλλιο αφήνει μια υπόσχεση, στο μέλλον θα ξαναμιλήσει.Ο χώρος του είναι γεμάτος από παύσεις και ανακατοικήσεις.Σιωπηλό παραμένει προσωρινά, έως ότου επαναλάβει τον εαυτό του. Όχι με την νοσταλγία των αρχαιολόγων, δεν προδοκά την επιστροφή αλλά έναν τόπο που ποτέ δεν γεννήθηκε.