Το παρόν ερευνητικό θέμα, με τίτλο «Πηγάδια ως χωρικές μεταφορές του εαυτού στη λογοτεχνία» αποτελεί ένα πόνημα αναφοράς, σχολιασμού και συσχετισμών λογοτεχνικών κειμένων που περιστρέφονται γύρω από το χώρο του φρέατος με την αρχαιοελληνική – ευρεία – του έννοια, η οποία συμπεριλαμβάνει εκτός του πηγαδιού, την πηγή, την κρήνη, τη βρύση, τη δεξαμενή ύδατος, τη στέρνα (Σταματάκος). Οι περιγραφές αυτές στο σύνολό τους διαθέτουν αρκετά κοινά στοιχεία, καθώς αναφέρονται στο υγρό στοιχείο (τη γεύση, την οσμή, τη θερμοκρασία, την καθαρότητά του), στις φωτιστικές συνθήκες (αντιθέσεις, θέση φωτεινής πηγής σε σχέση με το υποκείμενο της αφήγησης), το βάθος του πηγαδιού, το υλικό των τοιχωμάτων, τα στοιχεία σε μεγάλη εγγύτητα (ρίζες δέντρου). Όλα όσα αναφέρθηκαν συναπαρτίζουν τη φαινομενολογία ενός χώρου, όμως σ’ ένα δεύτερο επίπεδο επιχειρείται ο σχολιασμός μιας πραγματικότητας σε σχέση με τον εαυτό και το κυριότερο ίσως μέρος του, αυτό που αφορά στη μνήμη. Στο κείμενο, πραγματοποιείται μια προσπάθεια να εντοπιστούν τα σημεία που φορτίζονται με πολλαπλά νοήματα, να συσχετιστούν μεταξύ τους (από όσο διαφορετικούς συγγραφείς κι αν προέρχονταν ) και τελικά να δημιουργηθεί ένα κολάζ, μια σύνθεση ιδεών και σκέψεων γύρω από το ζεύγος πηγάδι – μνήμη.
Ο τρόπος που επιχειρήθηκε αυτό είναι απλός : δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η επιφάνεια του εδάφους είναι ένας χώρος εξωτερικός, εντελώς εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή, ένας χώρος απέραντος όπου τα ερεθίσματα ελεύθερα ενεργοποιούν τις αισθήσεις, θα λέγαμε, λοιπόν, ότι σε μια χωρική προβολή του στον εαυτό σχετίζεται με την αντικειμενική αντίληψη και το μέρος του εαυτού που αλληλεπιδρά με την εξωτερική πραγματικότητα (το φροϋδικό εγώ). Στον αντίποδα βρίσκεται το υπέδαφος, η έλλειψη φωτός άρα και οράσεως, η υγρασία, συνεπώς συνθήκες ακατάλληλες για ανθρώπινη κατοίκηση ή έστω επίσκεψη, γεγονός που οδηγεί στην άγνοια των χωρικών καταστάσεων που επικρατούν σε αυτό το βάθος, και στο φόβο που συνήθως την ακολουθεί. Πρόκειται για ένα χώρο εσωτερικό, συμπαγή στον οποίο το μόνο που κινείται ελεύθερα είναι το νερό, που αφήνει το αποτύπωμά του όταν εισρέει και σταλάζει στο υπέδαφος (όπως η γραφίδα στο κερί), κι αν έπρεπε ν’ απεικονίσουμε τον ακριβή σχηματισμό του θα μπορούσαμε να το φανταστούμε ως τουπόλοιπο της αφαίρεσης (inverse-b&w/ subtract) του συστήματος των ριζών ενός δέντρου (το οποίο είναι επίσης αντιστροφή του ίδιου του δέντρου με άξονα το συμπαγές έδαφος). Σε αυτό το χώρο η αντίστοιχη προβολή μάλλον θα αναφερόταν στο ασυνείδητο μέρος της σκέψης, σε αυτήν την ψευδαισθησιακή παντοδυναμία, την υπόγεια, χθόνια ζωή που αναπτύσσεται εν παραλλήλω με τη συνειδητή και διαθέτει δύναμη ανεξέλεγκτη και ευκαιριακή διάθεση για παρεμβάσεις (το φροϋδικό αυτό). Ο τρόπος επικοινωνίας των δύο χώρων, αρχετυπικά και με αρχιτεκτονικούς όρους μιλώντας επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ενός τρίτου χώρου μ ε τ ά β α σ η ς από τον έναν στον άλλο. Είναι αυτός που ελέγχει την είσοδο και την έξοδο του νερού στο λαβύρινθο της μνήμης, αυτός που καθορίζει τη σταδιακή εισροή και αποθήκευση αλλά και παρέχει την άδεια για την ανάδυση (το φροϋδικό υπερεγώ).
Βάσει της λογικής που μόλις περιγράφηκε, κάθε πηγάδι θεωρείται σταθμός, κόμβος, έξοδος από το υπόγειο σύστημα, όμως σταδιακά η οργάνωση του πονήματος αυτού οδηγήθηκε στην αντιστροφή του συγκεκριμένου σχήματος. Κόμβοι στο σκεπτικό αυτό αποτέλεσαν οι νοηματικές ενότητες από τις οποίες διέρχεται ταξιδεύοντας το νερό του κάθε πηγαδιού. Συνεπώς, εντοπίστηκαν οι 13 σταθμοί της σκέψης (σχετικοί με το φως, τα υλικά, τη μνήμη, την απώθηση, τις αντανακλάσεις, τις μυθολογικές χθόνιες υπάρξεις, το υπέδαφος ως χώρο ταφής, τη σχέση με τη φαντασία, κλπ) και χαράχθηκαν οι διαδρομές των πηγαδιών ενώνοντας κουκκίδες και σχηματίζοντας ένα σύνθετο δίκτυο, αποτελούμενο από συνέχειες και ασυνέχειες, κίνηση και στάση, δυνάμενο να οδηγήσει τους ταξιδιώτες, όπως κάθε χάρτης άλλωστε.