Στην χώρα μας κατά την τελευταία δεκαετία έχει γίνει πολύς λόγος για τις αναπλάσεις των δημοσίων χώρων και ειδικότερα των πλατειών. Μάλιστα λόγω μιας σειράς αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για τον ανασχεδιασμό πλατειών στην Αθήνα αναπτύχθηκε έντονος διάλογος αλλά και κριτική τόσο για τις προτάσεις των αρχιτεκτόνων όσο και για τις τελικές διαμορφώσεις τους. Στο διάλογο αυτό συμμετείχαν αρχιτέκτονες, πολίτες, δημοσιογράφοι, φορείς που υλοποίησαν τις μελέτες. Οι απόψεις τους εκφράστηκαν σε άρθρα στον τύπο αλλά και σε άρθρα και σχόλια σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου. Απόψεις που φανέρωσαν εντάσεις, παρανοήσεις και διχογνωμίες σχετικά με το ρόλο των πλατειών. Η ύπαρξη πρασίνου, για σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης, ήταν το κριτήριο για την αποδοχή των αναπλάσεων. Έτσι, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός έμοιαζε να μην δημιουργεί πλατείες καλές ή κακές, πετυχημένες ή προβληματικές αλλά μονάχα «πράσινες» ή «γκρίζες». Η εξέταση των χαρακτηριστικών αυτής της εμμονής είναι το αντικείμενο αυτής της ερευνητικής εργασίας.
Οι απόψεις και τα σχόλια που δημοσιεύτηκαν στον τύπο και αφορούσαν τις διαμορφώσεις των πλατειών στην Αθήνα αλλά και απόψεων γενικότερα για το δημόσιο χώρο και το πράσινο στην Ελλάδα αποτέλεσαν το πρωτογενές υλικό της έρευνας.
Στο πρώτο μέρος της εργασίας αναλύεται η σημασία του δημόσιου χώρου και ειδικότερα της πλατείας στο δυτικό κόσμο καθώς και στη νεότερη Ελλάδα. Στο προβληματικό αυτό πλαίσιο του ελληνικού δημόσιου χώρου τοποθετείται και το ζήτημα του πρασίνου. Εξετάζοντας της παραμέτρους αυτού του ζητήματος προκύπτουν αντιφάσεις συμπεριφορών και νοοτροπιών οι οποίες και τεκμηριώνονται στα παραδείγματα που ακολουθούν στο δεύτερο μέρος της εργασίας. Πρόκειται για τέσσερα παραδείγματα διαμορφώσεων ελληνικών πλατειών (Ομονοίας, Κολωνακίου, Συντάγματος και Μοναστηρακίου). Παρουσιάζονται σε αυτές οι αρχιτεκτονικές προτάσεις, ο δημόσιος διάλογος που αναπτύχθηκε γύρω από αυτές καθώς και η κριτική που έγινε στη σχέση τους με το πράσινο.