Πρόκειται για ένα μεγάλο πάρκο στο κέντρο του πολεοδομικού ιστού των Αθηνών. Αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο χώρο πρασίνου των Αθηνών μετά τον Εθνικό κήπο. Περικλείεται από τις οδούς Αλεξάνδρας, Μαυροματαίων, Ευελπίδων, Μουστοξύδη, Μπόσγου και Βαλτινών. Η περιοχή που σήμερα εννοούμε ως Πεδίο Άρεως, μέχρι την δεκαετία του ΄20 ήταν ένας ακάλυπτος χώρος ανάμεσα στις αραιοκατοικημένες συνοικίες του Γκύζη και της Κυψέλης. Αρχικά αποκόπτονταν από τον υπόλοιπο ιστό λόγω των ρεμάτων και των λιγοστών σημείων πρόσβασης. Μέχρι το Μεσοπόλεμο υπήρχαν σε αυτό η Ιππευτική Σχολή και η Σχολή Ευελπίδων και κατά παράβαση του σχεδίου Πόλεως το κτηνιατρείο, τα κτήρια της γεωγραφικής υπηρεσίας Στρατού, 3 προσφυγικοί συνοικισμοί, καφενεία, ιδιωτικό σχολείο και δύο εκκλησίες. Η σημερινή μορφή του Πάρκου, δόθηκε το 1934. Επηρεάστηκε άμεσα από την ανάγκη εξοικονόμησης χρημάτων και χρόνου και το γεγονός ότι κάποιες εγκαταστάσεις ήταν αδύνατο να απομακρυνθούν πριν το σχεδιασμού. Μετέπειτα η προσθήκη πρασίνου δημιούργησε ασυνέχειες στον ιστό. Σήμερα το πάρκο διατηρεί τη μορφή που είχε πάρει κατά το Μεσοπόλεμο και αλλαγές έχουν γίνει μόνο ως προς τις χρήσεις. Έχει όμως παρακμάσει με αποτέλεσμα να αποτελεί σημείο συνάντησης περιθωριοποιημένων ομάδων και μεταναστών. Παρόλα αυτά σε αυτούς αναγνωρίζεται η γνήσια επαφή με το δημόσιου χώρο και η εφευρετικότητα ως προς τη χρήση του.
Αφορμές για το σχεδιασμό υπήρξαν: η χρήση ιστορικών στρωμάτων, οι νέες δραστηριότητες, η φυσική διαδικασία, με έμφαση στη σχέση φύσης-χρόνου και τα κοινωνικά στρώματα που χαρακτηρίζουν το χώρο. Ο σεβασμός στην υπάρχουσα κατάσταση και τη διαδικασία εξέλιξης του δομημένου περιβάλλοντος επέβαλλε την αποκατάσταση της συνοχής του, που μέχρι τώρα διασπάται από έναν «αδιαπέραστο» πυρήνα πρασίνου. Η κεντρική ιδέα του σχεδιασμού ξεκινά από το γεγονός ότι ο χώρος, που σήμερα εννοούμε ως Πεδίο Άρεως, αποτελούσε το κενό ανάμεσα στα δύο ρέματα. Το χαρακτηριστικό αυτό, συνδεδεμένο με το δομημένο περιβάλλον μας δίνει ένα πλέγμα που προκύπτει από την ιδέα της γεφύρωσης των οχθών των ρεμάτων και της συνέχειας του αστικού κενού. Το πλέγμα αυτό συνδυάζεται με τον άξονα της σχολής Ευελπίδων που με το πέρασμά του μέσα από το πλέγμα των δρόμων διαστρεβλώνεται. Ειδικότερα η προσέγγιση στο τοπίο είχε σαν στόχο να δημιουργηθούν δύο διαφορετικοί αλλά συνδεόμενοι χώροι: ο "εσωτερικός κήπος" και το "εξωτερικό τοπίο". Ο "εσωτερικός κήπος" είναι ένας χώρος σχεδιασμένος στο κέντρο της περιοχής. Πρόκειται για μία άρθρωση τόπων και διαφορετικών συναισθημάτων και η ταυτότητά του τονίζεται από την εναλλαγή σκληρών και μαλακών επιφανειών. Αντίθετα, το "εξωτερικό τοπίο" δίνει έμφαση στη λειτουργικότητα, την αίσθηση διαπερατότητας και την ουσιαστική δυνατότητα διαβάσματος του χώρου μέσω τριών αξόνων που διαπερνούν το πάρκο από το ένα άκρο του στο άλλο. Ακόμη, το εξωτερικό τοπίο αγκαλιάζει τα όρια των υπό-περιοχών του εσωτερικού κήπου, συγκεντρώνει τις περισσότερες χρήσεις που επιλέχθηκαν. Προβάλλει τους αρτηριακούς διαδρόμους αλλά και τις δευτερεύουσες διαδρομές, μεταξύ των κτηρίων και του πρασίνου, που οδηγούν στο κέντρο της σύνθεσης. Η πυκνή και ψηλή φύτευση γίνεται στα όρια της περιοχής και αντιτίθεται στην αστική καθετότητα της πόλης. Σχεδιάστηκαν κενά που επιχειρούν να περικλείσουν την ιστορία του τόπου, σε συνδυασμό με τη χρήση της φύτευσης και των διαφορετικών μεγεθών. Το φυσικό και το τεχνητό, ειδικά επιλεγμένα φυτά και χρήσεις κτιρίων, συνδυάζονται σε επιφάνειες, δημιουργώντας μικρότερα «επίκεντρα» δραστηριοτήτων και τα «περίχωρα» τους. Γενικότερα, ο χαρακτήρας αυτής της περιοχής είναι αυτός ενός τοπίου κήπων με τις μεγάλες ομάδες δέντρων να τοποθετούνται ανάμεσα σε ένα αρθρωμένο τοπίο χλόης και επίστρωσης.