Καθώς τα σωματικά μέλη αποσχίζονται από το παθογόνο σώμα, αυτονομούνται, ανεξαρτητοποιούνται, αποκαθιστούν τη χαμένη αυτοτέλεια τους. Καταλύουν τη καταστατική τους θέση που τους υπαγορεύει να παραμένουν εγκιβωτισμένα μέσα σε ένα και μόνο σώμα. Μετατρέπονται σε όργανα που δεν έχουν κανένα κάτοχο, κανένα προνομιούχο χώρο, απεγκλωβισμένα από την τυπική λειτουργίας τους. Είναι αυτόνομα και αυτοαναφερόμενα.
Υπολείμματα- όργανα που εξακολουθούν να υφίστανται, επανενεργοποιούνται υπό νέες νόρμες και οργανώνουν ένα νέο ασυνάρτητο χώρο, ακολουθώντας κανόνες που κατασκευάζονται κατά περίσταση, κατά τη πορεία της εξέλιξης και δεν επιδέχονται αναγωγή σε προγενέστερες μορφές συλλογικότητας. Δεν θα συγκροτηθούν γραμμικά, με συνάφεια νοήματος και λειτουργίας, αλλά θα συνταχθούν μέσω της αλληλοδιαδοχής και της αυξημένης πολυπλοκότητας.
Η απουσία του πρωταρχικού σώματος απαιτεί την αντικατάσταση του από ένα νέο σώμα, εκκινώντας τη διαδικασία μιας νέας σύνθεσης. Τα εναπομείναντα μέλη από το διαμελισμό θα συναρμολογήσουν ένα νέο παράδοξο ανακατασκευασμένο σώμα που συντίθεται από τα θραύσματα οργάνων άλλων σωμάτων. Ένα ιδιαίτερο σώμα, ο ορισμός του οποίου δε συσχετίζεται με τους νόμους της αισθητικής και της κατασκευής, αλλά προκύπτει από τη ρήξη της ισορροπίας που καθορίζεται ανάμεσα σε ενεργά εσωτερικά όργανα που είναι συνεχώς παρόν στο έξω.
Το νέο σώμα δεν συνιστά ένα κλειστό σύστημα, δεν έχει προσδιορισμένη μορφή και ταυτότητα. Δεν έχει συγκεκριμένο φύλο, επιτελεί απλώς βιολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές διαδικασίες. Εξακολουθεί να είναι σαγηνευτικό, σεξουαλικό, εκκεντρικό, παράδοξο και εγείρει επιθυμίες μέσα από τις κλασματοποιημένες, πολλαπλασιασμένες μορφές του.