Μνήμη, πόλη. Χρόνος, χώρος. Η μνήμη έχει να κάνει με το χρόνο και η ίδια η πόλη ορίζει χώρο. Η πόλη στηρίζεται στη μνήμη και η μνήμη με τη σειρά της προβάλλεται και υπάρχει σε αυτή περισσότερο ή λιγότερο. Κύριος άξονας της έρευνας αποτελεί η συλλογική μνήμη και κατά προέκταση αυτή, η οποία είναι κρυφή, στην πόλη του Βόλου.
Η μνήμη μπορεί να συγκρίνει, να συνδέσει, να επαναφέρει, ή ακόμα και να δημιουργήσει με στοιχεία του παρελθόντος, νέες καταστάσεις και συναισθήματα. Η ίδια η πόλη, από την άλλη πλευρά, είναι συλλογική μνήμη των λαών και τα βαθύτερα επίπεδα της ζωής της μπορούμε να τα ξαναβρούμε στα μνημεία.
Ως χώρο μελέτης ορίζουμε, λοιπόν, εξαρχής αυτόν του αστικού εδάφους, της περιοχής δηλαδή που αναπτύσσεται η πόλη, ή αλλιώς του κτιστού περιβάλλοντος, το οποίο ως φορέας της μνήμης και της γνώσης, οφείλει να μεταφέρει τα όποια μηνύματά του. Και αυτό κάνει, μιας και το «μνημείο» αποτελεί μέσο μετάδοσης μιας στιγμιαίας ιστορικής πληροφορίας, αλλά και από μόνο του είναι στιγμή ή και στιγμές ιστορίας.
Μνημείο μπορεί να θεωρηθεί ένα κτίριο, ένας εξωτερικός δημόσιος χώρος (πλατεία, λιμάνι, δρόμος κ.λ.π.), ένα συγκεκριμένο σημείο μέσα στην πόλη. Μνημεία δεν είναι μόνο αυτά, στα οποία αποδίδεται «τιμή», όπως για παράδειγμα αρχαιολογικοί χώροι, ή μουσεία. Υπάρχουν και αυτά, των οποίων η μνήμη παραμένει κρυφή, αλλά πάντα ζωντανή σε όσους την έζησαν, έστω και αν πρόκειται για κάτι απλό και καθημερινό γι΄ αυτούς. Πρόκειται για στοιχεία με διάρκεια, με αξίες, οι οποίες παραμένουν, με απόηχους του παρελθόντος, που τιμώνται «άτυπα», χωρίς δόξα και φήμη.
Παράλληλα, μνήμη εντοπίζεται και στους δρόμους της πόλης. Οδός Γκλαβάνη, οδός Ελ. Βενιζέλου, οδός 2ας Νοεμβρίου, συγκεκριμένα για την πόλη του Βόλου. Και μόνο αυτές οι τρεις ονομασίες οδών μπορούν να πουν μια ολόκληρη ιστορία. Από μόνες τους αυτές οι ονομασίες μπορούν να φέρουν στο μυαλό τις αντίστοιχες εποχές και να εξιστορήσουν τα γεγονότα που συνδέονται με την κάθε μια.
Τα μνημεία συνδέονται, αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Στοιχείο σύνδεσης μπορεί να αποτελέσει ένα πρόσωπο, μια ιστορική περίοδος ή μια ημερομηνία, ένα γεγονός.
Τα μνημεία συμβάλλουν στην κατανόηση της πόλης στο σύνολό της, αρχίζοντας από συγκεκριμένα σημεία και φθάνοντας μέχρι και σε ολόκληρες περιοχές. Κάθε ένα από αυτά έχει τη δική του ιστορία, την δική του προσωπικότητα και ως συνέπεια, τη δική του εμβέλεια. Επηρεάζει με την παρουσία του, αλλά και με την απουσία του. Πολλές φορές στιγματίζει μια ολόκληρη περιοχή, ή και δίνει το όνομά του σε αυτή, κατευθύνει, αποτελεί τοπόσημο.
Ένα ακόμα ζήτημα, το οποίο τίθεται, είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι προσανατολίζονται στο χώρο, στην πόλη και το πώς η συλλογική μνήμη συνδέεται με τη βιωματική εμπειρία. Αυτοί διαμορφώνουν εξελικτικά την αντίληψή τους για το χώρο. Αυτοί κατασκευάζουν και ανακατασκευάζουν το παρελθόν τους. Επιλέγουν τι θέλουν ή τι πρέπει να θυμούνται προς διευκόλυνση της κίνησής τους μέσα σε αυτόν.
Οργανώνουν στο μυαλό τους τα πράγματα, τα γεγονότα, τις καταστάσεις και ανάλογα τα κατατάσσουν. Κινούμενοι μέσα στην πόλη έχουν ένα πλάνο. Αυτό το πλάνο είναι διαφορετικό για τον καθένα και προκύπτει από την τακτοποίηση στο νου του των κύριων σημείων που επιλέγει να θυμάται. Σ’ αυτό συμβάλει η αρχιτεκτονική της πόλης, η οποία λειτουργεί ως μνημονικός κώδικας του υλικού πολιτισμού.
Υπάρχει, δηλαδή μια προσωπική σχέση του ανθρώπινου χαρακτήρα και του παρελθόντος. Το παρελθόν είναι μια κατασκευή, μια συνεχής επανερμηνεία, για τον καθένα ξεχωριστά. Οι χώροι γίνονται, με το πέρασμα του χρόνου, μαρτυρίες του καθημερινού τρόπου ζωής.
Ένα μνημείο όμως δεν το χαρακτηρίζει μόνο η έννοια του προσωπικού και η ατομικότητα. Έχει και φύση συλλογική. Η ίδια η αρχιτεκτονική είναι συλλογική, μιας και δεν διαχωρίζεται από τη ζωή και την κοινωνία, μέσα στην οποία εκδηλώνεται.
Κοιτώντας τα πράγματα, «από ψηλά», η πόλη μοιάζει με ένα μεγάλο «μωσαϊκό». Αρχή και υπόβαθρο αποτελεί το σχέδιο πόλης. Θεωρείται πρωτογενές στοιχείο και όταν επάνω του τοποθετούνται οι μνήμες της πόλης, προκύπτει ένα πραγματικό έργο τέχνης. Κτίρια, δημόσιοι χώροι, σημεία, γεγονότα, ημερομηνίες, πρόσωπα. Όλα μαζί πλέκουν την εικόνα της πόλης, συνθέτουν τη φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα της. Πάντα όμως μιλάμε για μνήμη κρυφή. Για μνήμη, η οποία υπάρχει, με τον δικό της κατά περίπτωση τρόπο. Παρόλ’ αυτά δεν αποκαλύπτεται.
Περνώντας από τη μεγάλη κλίμακα, στη μικρότερη και κοιτώντας το κάθε ένα (μνημείο) ξεχωριστά, αυτό εμπεριέχει μια επιπλέον μνήμη, η οποία δεν αφορά την καθορισμένη λειτουργία του κτιρίου και είναι κρυφή, με την έννοια ότι καλύπτεται από τη χρήση αυτού. Αυτή η μνήμη προέρχεται από συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, είναι μοναδική και απορροφάται από το κτίριο ή το χώρο. Γίνεται ένα με αυτό, αφομοιώνεται με το χρόνο και αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του. Αφορά αποτυπώματα, γραφές, κινήσεις, συμβάντα, τα οποία είναι μοναδικά και καταλαμβάνουν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο
Κάθε τμήμα αυτής της κρυφής μνήμης μπορεί να καταγραφεί. Με τον τρόπο αυτό παγιώνεται και μένει στο πέρασμα του χρόνου. Στη συνέχεια, και από μόνο του έχει τη δυνατότητα να δώσει τις δικές του πληροφορίες για το χώρο και το χρόνο που έχει διαδραματιστεί. Πρόκειται για μια περαιτέρω ταυτότητα.
Κύριο γνώρισμά της (κρυφής μνήμης) αποτελεί η γραφή, χωρίς αυτό να είναι αποκλειστικό. Γενικότερα, συνδέεται με τις έννοιες του παροδικού, του μη μόνιμου. Ένα κλειδωμένο ποδήλατο στα εξωτερικά κάγκελα, μια πεταμένη κούτα στον κάδο απορριμμάτων, στοιβαγμένα τσουβάλια, το νερό που έχει λιμνάσει μετά από ώρες βροχής.
Οποιοσδήποτε, ο οποίος είναι καλός γνώστης τέτοιων σημείων μνήμης, μπορεί να καταφέρει να αναγνωρίσει και να κατονομάσει τους εκάστοτε χώρους μέσω των στοιχείων αυτών. Αλλά ακόμα και αν δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία έχει τη δυνατότητα να πλάσει τον δικό του χώρο και κατ’ επέκταση την δική του πόλη
Αυτά τα σημεία μνήμης αποτελούν ένα δίκτυο. Σαν μια άρθρωση, μια αλυσίδα, εξιστορώντας μια ή και περισσότερες διαφορετικές ιστορίες, προβάλλοντας μια ή και περισσότερες εικόνες. Η τελική εικόνα και ο τελικός απολογισμός μπορεί να ποικίλει από μια πόλη ολοκληρωμένη, αρτιμελή, μια πόλη ουδέτερη ή και αδιάφορη, ίσως μια πόλη προς ανακάλυψη, μπορεί διαμελισμένη, ή και κατεστραμμένη, χωρίς επιστροφή.Ο θεατής είναι αυτός, ο οποίος θα αναγνώσει και θα ερμηνεύσει την πόλη με δικό του τρόπο την πόλη. Το προσωπικό στοιχείο εμφανίζεται και πάλι, οδηγώντας σε πολλαπλά αποτελέσματα.
Όλα αυτά συνδέονται, με διαφορετικό κοινό παρανομαστή, κατά περίπτωση, πατώντας επάνω σε μια ημερομηνία, σε ένα πρόσωπο ή ομάδα ανθρώπων, σε ένα γεγονός, σε μια κατάσταση.