Το θέμα της διπλωματικής εργασίας σχετίζεται με το σχεδιασμό βιοκλιματικών κατοικιών για τους φοιτητές της ιατρικής σχολής στη Λάρισα. Η πρόταση αντιμετωπίστηκε τόσο ως μια επέμβαση στο τοπίο όσο και από ενεργειακής συμπεριφοράς ώστε να επιτευχθεί η ελαχιστοποίηση του περιβαλλοντικού αντίκτυπου του κτιρίου.
Η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που ως τώρα λειτουργούσε σε κτίρια στο κέντρο της Λάρισας, μεταφέρεται σε μια περιοχή που ονομάζεται Μεζούρλο, εκτός πόλης και γειτνιάζει με το Περιφερειακό Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο της Λάρισας. Φιλοξενεί περίπου 300 φοιτητές κάθε χρόνο. Στην περιοχή αυτή, είναι έντονη η παρουσία του φυσικού στοιχείου καθώς και το ανάγλυφο του εδάφους.
Οι βασικές αρχές της σύνθεσης στο θέμα βασίστηκαν στην αναζήτηση μιας χωροθέτησης, μορφης και τροπου λειτουργιας που θα εκμεταλλευονται κατά το περισσότερο δυνατό το ανάγλυφο του εδάφους, το νοτιο προσανατολισμο της περιοχής και τα κλιματικά χαρακτηριστικά της μέσω μια ς τελικης μορφης που δε θα παραβιαζει το τοπίο αλλά θα εντασσεται σ’αυτό ομαλα.
Αναπτυχθηκε μια τυπολογια κατοικίας λοιπόν, που βασιζομενες στο εδαφος χωροθετήθηκαν γραμμικά και παράλληλα πάνω στις υψομετρικές καμπύλες της περιοχής. Κάθετα σ’αυτές και ανάμεσα στις κατοικίες τοποθετήθηκαν χώροι που ορίζονται από γυαλί στους οποίους γίνεται εκμετάλλευση της ηλιακής ακτινοβολίας για τη θέρμανση του ζεύγους κατοικιών με τις οποίες αυτοί γειτνιάζουν με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για θέρμανση. Επίσης, τα ανοίγματα των κατοικιών μελετήθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δυνατός ο φυσικός δροσισμός των σπιτιών τους καλοκαιρινούς μήνες. Κατά αυτόν τον τρόπο συγκροτήθηκαν ομάδες μονώροφων κατοικιών που αναπτύσσονται γραμμικά παράλληλα στο ανάγλυφο της περιοχής και στεγάζονται με φυτεμένη στέγη, τόσο για την καλύτερη ένταξη τους στο τοπίο όσο και για την καλύτερη ενεργειακή συμπεριφορά τους.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην επαρκή μόνωση των εξωτερικών τοίχων, στα πλαίσια της οικονομίας υλικών. Αυτή αποτελείται από θερμομονωτικό υλικό πολυστερίνης πάχους 6 cm και αέρα πάχους 2 cm.
Το βασικό σύστημα θέρμανσης των συγκροτημάτων απαρτίζεται από ηλιακούς συλλέκτες που εδράζονται στη φυτεμένη στέγη με μια διάταξη η οποία συνομιλεί με τα όρια της στέγης (και με τις υψομετρικές καμπύλες ως επακόλουθο). Το νερό θερμαίνεται εκεί και αποθηκευτεί σε υπόγεια δεξαμενή για κάθε συγκρότημα συνολικά. Με τον τρόπο αυτό καλύπτεται περίπου το 60% των ενεργειακών αναγκών για θέρμανση. Βοηθητικά έχει εγκατασταθεί σύστημα με φυσικό αέριο.
Όπως προαναφέρθηκε, σε κάθε ζεύγος κατοικίας αντιστοιχεί ένας κοινόχρηστος ημιδημόσιος, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες κυρίως, χώρος όπου συλλέγεται η ηλιακή ενέργεια μέσω υαλοπετασμάτων που καλύπτουν ένα τμήμα του. Αυτές οι μονάδες χώρου τοποθετούνται Κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες με νοτιο προσανατολισμο. Το δάπεδο τους αποτελείται από παραφίνη, ένα υλικό αλλαγής φάσης. Τους χειμερινούς μήνες, κατά τη διάρκεια της ημέρας, ζεστός αέρας του «θερμοκηπίου» αυτού, ανακυκλώνεται περνώντας μέσα από το δάπεδο και η θερμότητα αποθηκευτεί στο υλικό αυτό. Το βράδυ, ο αέρας από το εσωτερικό των κατοικιών περνά από το δάπεδο, θερμαίνεται και επιστρέφεται στο σπίτι θερμότερος.
Το καλοκαίρι οι παραπάνω χώροι «λύνονται», αφού τα πλαϊνά υαλοπετάσματα πτύσσονται με το σύστημα της φυσαρμόνικας και μετατρέπονται σε στεγασμένες κοινόχρηστες αυλές για τους ενοίκους.
Τα ανοίγματα προς το νότο καλύπτονται από πρόβολο ως προέκταση της στέγης ο όποιος όμως δεν απαγορεύει την είσοδο της ηλιακής ακτινοβολίας το χειμώνα στο εσωτερικό.
Τέλος, μέσω της τοποθέτησης επιμηκών ανοιγμάτων στη βορινή πλευρά κάθε κατοικίας και της εφαρμογής σκαψίματος εξωτερικά στο εδαφος στο σημείο επαφής με το κτίριο, επιτυγχάνεται η είσοδος δροσερού αέρα στο εσωτερικό κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.