Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελούν οι διαφοροποιήσεις στη σχέση πόλης και λίμνης, εξετάζοντας (κυρίως) τις επιπτώσεις που είχε στην πόλη της Καστοριάς το ρυμοτομικό σχέδιο, που εγκρίθηκε το Μάιο του 1934. Μέσα από την περιγραφή της εικόνας της Καστοριάς σε διάφορες ιστορικές περιόδους γίνεται μια προσπάθεια εξέτασης των χαρακτηριστικών της πόλης και του ιδιαίτερου χωρικού μοντέλου της παράλιας ζώνης της.
Ειδικά για την Καστοριά αυτή η πολύ συγκεκριμένη πτυχή του ρυμοτομικού σχεδιασμού, η διαμόρφωση του παραλίμνιου μετώπου, υπήρξε καθοριστική για τον χαρακτήρα της πόλης.
Μετά την εφαρμογή του σχεδίου του ’30, η έννοια του κεντρικού πυρήνα της πόλης ως σταθερό σημείο αναφοράς και κέντρο βάρους δείχνει να χάνεται, ενώ η περίμετρος καλείται να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Προκύπτει έτσι μια νέα και πιο σύνθετη νοητική αντίληψη του χώρου όπου το κέντρο δεν μετατοπίζεται απλώς, αλλά διαχέεται σε μια ευρύτερη ζώνη.
Η διάνοιξη του παραλίμνιου δρόμου αναμφίβολα αφαίρεσε με βίαιο τρόπο πολλά στοιχεία που προσέδιδαν ιδιαίτερες ποιότητες στην πόλη και διαμόρφωναν τον ξεχωριστό χαρακτήρα της. Στοιχεία που είχαν διαμορφωθεί μέσα στην ιστορική πορεία της πόλης και καθοριζόταν από την γεωμορφολογία της περιοχής αλλά και από τον τρόπο ζωής των κατοίκων, χάθηκαν και παραμερίστηκαν από τον έντονο χαρακτήρα που απέκτησε ο παραλιακός δρόμος. Παρά τα όποια αρνητικά επακόλουθα της νέας αυτής διαμόρφωσης, οι προοπτικές που δόθηκαν στη πόλη ήταν σημαντικές.
Η διαπίστωση των σημερινών προβληματικών χαρακτηριστικών της πόλης δεν έχει σκοπό να αποτελέσει μια νοσταλγική φυγή στο παρελθόν αλλά να εξετάσει και να κρίνει τις συνθήκες λειτουργίας του παρόντος καθώς και να εντοπίσει τυχόν περιθώρια βελτίωσης.