Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει ως αντικείμενό της την κατασκευή τριών κατοικιών στις Μηλιές Πηλίου.
Η επιλογή του θέματος συνδέεται άρρηκτα με τις προσωπικές παιδικές αναμνήσεις της συγγραφέα. Οι εικόνες από το παλιό οικογενειακό σπίτι στις Μηλιές είναι αυτές που ζωντάνεψαν μέσα της την επιθυμία για μόνιμη μελλοντική εγκατάσταση στο συγκεκριμένο χωριό. Η εργασία αποτελεί την πρώτη απόπειρά της να πραγματώσει αυτό το όνειρο. Σε κάθε επίσκεψη στο παλιό σπίτι γεμίζει με αναμνήσεις όπως αυτή της οικογένειας μαζεμένης γύρω από το ξύλινο τραπέζι. Η πιο έντονη όμως αίσθηση -ηρεμίας και ασφάλειας- είναι αυτή που της προξενεί το εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο φέρνει στο νου τις προσωπικές γωνιές που δημιουργούσε σε διάφορα σημεία του, όπως το ξύλινο περβάζι στο δωμάτιο της γιαγιάς ή τα ντιβάνια γύρω από το τζάκι. Αυτές λοιπόν οι αναμνήσεις έγιναν ένα είδος κληρονομιάς- παρακαταθήκης που την παρακίνησαν στο να πραγματοποιήσει την εργασία που ακολούθως περιληπτικά παρουσιάζεται.
Αρχικά γίνεται μια σύντομη ιστορική, γεωγραφική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική αναδρομή στον τόπο και τις ιδιαίτερες συνθήκες που συνθέτουν τον χαρακτήρα του. Οι Μηλιές αποτελούσαν εξ αρχής ένα από τα σημαντικότερα κεφαλοχώρια του Πηλίου. Σύμφωνα με μια παράδοση, η ονομασία οφείλεται στους κατοίκους του χωριού Μηλιές Ευβοίας, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τις πειρατικές επιθέσεις, ίδρυσαν το χωριό στο σημείο όπου βρίσκεται τώρα, γεγονός που εξηγεί μεταξύ άλλων την έλλειψη θέασης από και προς την θάλασσα. Η αρχιτεκτονική στις Μηλιές ακολούθησε κατά τον 19ο αιώνα τις βορειοελλαδίτικες επιταγές με τους πλούσιους ιδιοκτήτες να φέρνουν μάστορες από την Ήπειρο και την Μακεδονία δημιουργώντας επιβλητικά αρχοντικά. Αργότερα, το 1943, το χωριό δοκιμάστηκε από την γερμανική κατοχή, οπότε και κάηκε σχεδόν ολοσχερώς από αντίποινα των Γερμανών κατακτητών. Τότε μάλιστα καταστράφηκε περίπου ολοκληρωτικά ο οικιστικός ιστός των Μηλεών. Στη συνέχεια οι σεισμοί του 1955-56 και η γενικότερη αστάθεια στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας οδήγησαν στην παρακμή της πηλιορείτικης αρχιτεκτονικής, αφήνοντας ελάχιστα δείγματα της παραδοσιακής τεχνοτροπίας. Αυτά τα δείγματα είναι που αποτελούν πηγή έμπνευσης για τις νεότερες οικοδομικές κατασκευές που ολοένα και πληθαίνουν στις μέρες μας.
Η παρούσα ωστόσο εργασία προτείνει τη δημιουργία ενός διαφορετικού από το τυπικό, πηλιορείτικου αρχοντικού, σχετικά απελευθερωμένου από τα αυστηρά πολεοδομικά πλαίσια του Πηλιορείτικου διατάγματος. Επιμέρους στόχοι της είναι η σύνθεση με βάση το υφιστάμενο σπίτι, η ομαλή ένταξη των νέων σπιτιών στον παραδοσιακό ιστό και η διαμόρφωσή τους βάσει των αναμνήσεων της συγγραφέα. Γενικός σκοπός είναι η δημιουργία τριών διαφορετικών και αυτόνομων πυρήνων κατοίκησης σε ολόκληρο το οικόπεδο, η σύνδεση των οποίων θα γίνεται μέσω της αυλής. Η αυλή αποτελεί οργανικό κομμάτι αφού, όπως και στο παλιό σπίτι, λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ως χώρος συν-εύρεσης, συν-εστίασης και συν-ένωσης της οικογένειας. Κεντρικά μάλιστα στον χώρο της αυλής δημιουργείται ένας χώρος υπαίθριου καθιστικού και εξωτερικού φούρνου. Θεωρητικά η λειτουργία που αποδίδεται στην αυλή με αυτή την απόφαση είναι της σύνδεσης με το χώρο της σάλας των παλιών αρχοντικών, ως σημείο σύναξης όλης της οικογένειας.
Οι τρεις κατοικίες τοποθετούνται περιμετρικά του οικοπέδου, όλες στραμμένες προς το υφιστάμενο κτίσμα, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν καθώς και γενικότερης εσωστρέφειας του συνόλου του συγκροτήματος. Οι δύο μονάδες ενώνονται στον όροφο μέσω μιας κοινής βεράντας, ενώ η τρίτη είναι εντελώς αυτόνομη. Σε αρκετές περιπτώσεις οι ποδιές των παραθύρων λειτουργούν ως καθίσματα, άλλοτε εσωτερικά και άλλοτε εξωτερικά, δημιουργώντας μια αίσθηση επικοινωνίας του μέσα με το έξω. Σε ορισμένα σημεία επίσης εισάγεται η έννοια της πρισματικότητας. Η είσοδος στο χώρο του οικοπέδου γίνεται από μια σχισμή στον πλευρικό τοίχο. Βγαίνοντας από τον χώρο της εισόδου υπάρχει πανοραμική θέα προς τη θάλασσα, η οποία επιτυγχάνεται με κατάλληλα «σπασίματα» στους τοίχους των ισογείων των δύο κατοικιών.
Όσον αφορά τα υλικά της κατασκευής, χρησιμοποιούνται τα υλικά της περιοχής, πέτρα και ξύλο. Ο σκελετός, αν και από μπετόν, είναι πάχους 0.50m. όπως οι παλιοί πέτρινοι σκελετοί. Τα κουφώματα και οι ποδιές των παραθύρων που μετατρέπονται σε πεζούλες είναι από ξύλο. Οι στέγες είναι κατασκευασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε η μία να φαίνεται προέκταση της άλλης και έτσι να δημιουργούν μία νοητή ενιαία σκεπή που καλύπτει ολόκληρο το συγκρότημα και δίνει την αίσθηση του ενός σπιτιού. Εσωτερικά οι στέγες είναι ξύλινες κατασκευές ενώ εξωτερικά καλύπτονται από πλάκα Πηλίου στον ίδιο χρωματισμό με το μπετόν των τοίχων για να επιτευχθεί αισθητική εναρμόνιση. Στις όψεις του ορόφου το υλικό κατασκευής είναι και αυτό από ξύλο. Η επεξεργασία των ανοιγμάτων στον όροφο βασίζεται στην ανάμνηση της πλεκτής δαντέλας που χρησιμοποιείται ευρύτατα ως υλικό για κουρτίνες στην περιοχή του Πηλίου. Με άλλα λόγια πρόκειται για μια επιφάνεια στην οποία τα ξύλα είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο που ακολουθούν τον κυματισμό της δαντέλας. Έτσι, ολόκληρη η όψη παραπέμπει σε αυτό το φίνο υλικό και είναι σαν να βλέπει κανείς μέσα από μια δαντελωτή κουρτίνα.
Καταλήγοντας, με την παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν κάνοντας χρήση νέων μεθόδων και τεχνικών ώστε να επιτευχθεί η ομαλή ένταξη του σύγχρονου συγκροτήματος στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της περιοχής και στην τεράστια πολιτιστική της ταυτότητας.