Απώτερος σκοπός της εκπόνησης αυτής της ερευνητικής εργασίας αποτελεί η θεωρητική και ανθρωπολογική προσέγγιση της εργασίας στο σεξ και το πως αυτή ορίζεται, οργανώνεται και αναπροσαρμόζεται χωρικά αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος του αστικού ιστού στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Αφορμή για την ενασχόληση με το θέμα αποτέλεσε το παράδοξο της συνθήκης των οίκων ανοχής ως απόηχος και ως συμβολισμός της εποχής της μετανεωτερικότητας καθώς και τα ίχνη που έχουν δημιουργήσει μέσα στο άστυ μετατρέποντας τα σε ένα σύγχρονο μνημείο του μεταμοντέρνου πολιτισμού που αποζητά την εφήμερη και στιγμιαία ικανοποίηση. Αυτοί οι τόποι επιθυμίας και ψευδαισθήσεων έχουν διατηρηθεί στο χρόνο συντελώντας ένα διαφορετικό είδος παράδοσης και ένας από τους κύριους λόγους της αντοχής τους σε αυτόν είναι λόγω του επιτόπιου παραδόξου της «παντοδυναμίας της επιλογής».
Στο πλαίσιο αυτό, συντελείται η θεωρητική ανάλυση του περιθωρίου και του αγοραίου έρωτα και ο εντοπισμός του τελευταίου ως άμεση παροχή στους οίκους ανοχής. Οι χώροι των άμεσων σεξουαλικών παροχών αποτελούν μέρος μία άτυπης αρχιτεκτονικής διαθέτοντας μία κινητήριος δύναμη δια μέσω του παρανόμου και της επιθυμίας. Έπειτα, ακολουθεί μία προσπάθεια αποτύπωσης των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων στο σεξ καθώς και της επαγγελματικής ιδιότητας που διαπιστώνεται με τις σύγχρονες εκφάνσεις της στην ελληνική πραγματικότητα. Γίνεται λόγος για την σεξουαλικότητα της σημερινής κοινωνίας, την ραγδαία αναπτυσσόμενη επιχείρηση της βιομηχανίας του σεξ και τη σεξουαλικοποίηση του αστικού, δημοσίου χώρου. Σημαντικό κομμάτι της μελέτης αποτέλεσε η προσωπική έρευνα και καταγραφή αυτού του κοινωνικού φαινομένου σε διαφορετικές γωνίες της πόλης του Βόλου. Κατά αυτή την περιπλάνηση, γίνεται προσπάθεια εντοπισμού και ανάλυσης της σεξεργασίας στο αστικό κέντρο και διαπίστωση αυτής της διαφορετικής κοινωνικής εμπειρίας στις σύγχρονες συνθήκες. Μέσω της θεωρητικής διερεύνησης και της επιτόπιας ενασχόλησης του θέματος πραγματοποιείται η ανάδειξη των οίκων ανοχής ως ίχνη του ερωτισμού μέσα στην πόλη, ως ακραίες και κερδοφόρες ετεροτοπίες και ως χώρους επιθυμίας μίας ανοίκειας πραγματικότητας.