Ένα σημαντικό ποσοστό των υφιστάμενων ελληΑνικών κτιρίων απαρτίζεται από τις διάσπαρτες κατά νομούς κοινωνικές κατοικίες. Το ελληνικό κράτος, σε συνεργασία με οργανισμούς, αναγκάστηκε αλλά και αποφάσισε ανά χρονικές περιόδους να δημιουργήσει συγκροτήματα και περιοχές κοινωνικών κατοικιών. Κατοικίες που θα στέγαζαν προσφυγικές οικογένειες, πληγέντες φυσικών καταστροφών, εργατοϋπαλλήλους αλλά και λοιπές ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Η συγκεκριμένη εργασία διερευνά το ερώτημα του «δικαιώματος στην κατοίκηση» εξετάζοντας δύο παραδείγματα κοινωνικής κατοικίας στην πόλη των Τρικάλων. Η έρευνα αυτή παρουσιάζει τις διαφορετικές περιστάσεις που οδήγησαν στη δημιουργία ενός οικισμού στέγασης σεισμοπλήκτων του 1967 (με βάση την συνοικία εν ονόματι Σεισμόπληκτα/Άγιος Οικουμένιος) και του συγκροτήματος κοινωνικών κατοικιών του 2007 (με βάση το χωριό Σωτήρα, Τρικάλων) και συγκρίνει τα πολεοδομικά, κοινωνικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του σχεδιασμού τους.
Τα βασικά ερωτήματα που προέκυψαν κατά την έρευνά μας σχετίζονται κατά κύριο λόγο, εκτός από το «δικαίωμα στην κατοίκηση» , τον κοινωνικό και σχεδιαστικό τομέα, με το «δικαίωμα στην παρέμβαση» και την οικειοποίηση αυτών των χώρων. Έχει ο κάτοικος το «δικαίωμα» να παρέμβει στο περιβάλλον/οικία του? Αν όχι, ποιοι λόγοι εμποδίζουν αυτή την απόφαση? Αλλά, πώς επίσης αποδίδεται η ταυτότητα του χρήστη στο περιβάλλον ως σύνολο? Ή ακόμα, πώς το άτομο οικειοποιείται αυτόν τον χώρο (δημόσιος και ιδιωτικός)? Ο δημόσιος χώρος λαμβάνει και αυτός μια ταυτότητα όπου το προφίλ των χρηστών αντανακλά πάνω σε αυτόν και του ορίζει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά?
Στόχος αυτής της ερευνητικής εργασίας είναι να κατανοήσουμε πώς κατοικήθηκαν αυτά τα δύο συγκροτήματα, τις κοινωνικές σχέσεις και ταυτότητες που αναπτύχθηκαν μέσα από την αλληλεπίδραση των κατοίκων μεταξύ τους και με το δομημένο περιβάλλον.