Έμπνευση για την παρούσα ερευνητική εργασία υπήρξε η παρατήρηση της πληθώρας ερειπωμένων κτιρίων και εγκαταλελειμμένων υποδομών, τα οποία παραμένουν αναξιοποίητα μέσα στον αστικό ιστό και εκφράζουν το πέρασμα των ανθρώπινων δημιουργιών στη λήθη. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει μια έλξη της αρχιτεκτονικής κοινότητας προς την αξιοποίηση τέτοιου είδους κτιρίων με σκοπό την επανάχρηση τους. Ξεκινώντας με μία ανάλυση του ορισμού των ερειπίων, επισημαίνονται τα χαρακτηριστικά τους και τονίζεται η σημασία που δίνει η φθορά και η διάβρωση των υλικών στην ανάδειξη της ιστορίας του κτιρίου. Παράλληλα αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο ένας αρχιτέκτονας επηρεάζει ή και αλλοιώνει αυτά τα στοιχεία με τον επανασχεδιασμό.
Ακολουθεί ιστορική αναδρομή για τη σχέση αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με τα ερείπια από τις αρχές του 18ου αιώνα και τον ρομαντισμό μέχρι σήμερα. Κατά το τέλος του 20ου αιώνα παρατηρείται μια αλλαγή στην αντιμετώπιση των ερειπίων, καθώς εντείνεται η ανάγκη του επανασχεδιασμού τους. Αναλύοντας τους παράγοντες που επηρεάζουν τον επανασχεδιασμό, προκύπτουνκαταληκτικά συμπεράσματα μέσα από τη μελέτη των παραδειγμάτων που επιλέξαμε αλλά και από επιπρόσθετες περιπτώσεις τις οποίες συναντήσαμε κατά την αναζήτηση βιβλιογραφίας και πηγών για την ερευνητική εργασία μας.
Κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων σε όλες τις περιπτώσεις είναι η διατήρηση του παλιού ερείπιου και η καλύτερη ανάδειξη αυτού μέσω πολυποίκιλων χειρισμών ενώ πάντα διαχωρίζονται τα πρωταρχικά τμήματα από τα νεόκτιστα σε μια προσπάθεια να παραμείνει ορατός ο αυθεντικός χαρακτήρας των παλαιών οικοδομημάτων.