Η Κεφαλονιά ως κατ’ εξοχήν νήσος εγγενών δονήσεων και υπόβαθρο ενός ολέθριου σεισμού το 1953 έχει αναπόφευκτα απολέσει το πλεόνασμα του κτιριακού αποθέματος στο οποίο εντυπώνονταν τα αρχιτεκτονικά χνάρια του ιστορικού της παρελθόντος. Ως εκ τούτου, αυτά τα ελάχιστα εναπομείναντα τεκμήρια, που παραπαίουν διάσπαρτα στην κατάφυτη έκταση του νησιού, όχι μόνο χρήζουν διάσωσης από τη διαβρωτική επέλαση του χρόνου, μα κι ανάδειξης σε αυτόνομες οντότητες που δύνανται να εμφυσήσουν εντός τους ξανά έμβια πνοή, αναπτερώνοντας ταυτόχρονα και τους οικισμούς, τους οποίους απαρτίζουν.
Το θέμα της παρούσας διπλωματικής εργασίας πραγματεύεται τη σχεδιαστική απόπειρα ενός πνευματικού κέντρου καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενός είδους σταθμού Καλών Τεχνών, στο οικόπεδο όπου εδράζονται τα σπαράγματα της προσεισμικής κατοικίας Βαλσαμάκη – Παρθένη, αποθεμένα στον προστατευτικό κλοιό ενός γηραιού ελαιώνα στον πυρήνα του οικισμού της Πεσσάδας. Εκεί όπου διέμεινε ο φημισμένος ζωγράφος για εύλογο χρονικό διάστημα φιλοτεχνώντας μια τοιχογραφία στο ανώθυρο της κεντρικής εισόδου, καθώς και πλήθος έργων εμπνευσμένων από την ιδιάζουσα ιδιοσυγκρασία του κεφαλληνιακού τοπίου. Πλέον, στον αύλειο χώρο της κατοικίας διοργανώνονται ετησίως θερινά καλλιτεχνικά δρώμενα από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Εφόσον στο νησί καθίσταται αντιληπτή η εκκωφαντική απουσία εγκαταστάσεων που να διατελούν αξιοποιήσιμες ως εν δυνάμει καλλιτεχνικές κοιτίδες, απώτερoμέλημα της συγκεκριμένης μελέτης είναι η παραγωγή αρχιτεκτονικών διαμορφώσεων και συνόλων με απαρχή επιρροής το συνολικό ζωγραφικό πόνημα του Κ. Παρθένη, που να συνδράμουν στην εντατικοποίηση της επί τόπου συλλογικής εικαστικής δραστηριότητας, στη διακριτική ανάδειξη των προϋπαρχόντων ερειπίων όπως ανακύπτουν συνυφασμένα υπό το πρίσμα μιας ανανεωμένης χρήσης , αλλά και την αρμονική ένθεση των παραπάνω στην αρχετυπική ταυτότητα του νησιωτικού τοπίου.