Περπατώντας στο κέντρο του Βόλου παρατηρείται μία αλλαγή σε όψεις ισόγειων καταστημάτων. Παλιές τζαμαρίες, χρόνια κλειστών μαγαζιών αντικαθίστανται από τοίχο, με μια πόρτα και ένα παράθυρο. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, μία δυναμική κατάσταση, μετατροπής ισόγειων, ανενεργών καταστημάτων σε κατοικίες. Η συνθήκη αυτή ήρθε ως απάντηση για την αξιοποίηση ενός κτηριακού αποθέματος που ξεκίνησε να υπάρχει από την οικονομική κρίση του 2009, αλλά και τη μεταφορά καταστημάτων στον ψηφιακό χώρο, κυρίως λόγω του covid19.
Η συμπαγότητα του τοίχου αντικαθιστά το πορώδες των ισογείων, δηλαδή, το κούφωμα και το τζάμι που πληρώνουν τον σκελετό από μπετονένιες κολώνες και δοκάρια. Κάποιες ακόμη, εσωτερικές αλλαγές, συμπληρώνουν την διαδικασία της μετατροπής των άδειων κελυφών σε κατοικίες. Παρατηρώντας το φαινόμενο, ξεκινήσαμε μία προσπάθεια αποτύπωσής του, μέσω της χαρτογράφησης. Κατά τη διάρκεια αυτής, ήρθαμε σε επαφή με τους κατοίκους των ισογείων και εξετάσαμε ποια είναι τα πρώτα υποκείμενα που δοκιμάζουν τη νέα μορφή κατοίκησης. Συζητώντας μαζί τους και καταγράφοντας το εσωτερικό των νέων ισογείων αναλύθηκε χωρικά η τυπολογία και τα επιμέρους στοιχεία που οργανώνουν τον χώρο.
Μετά την επιτόπια έρευνα ακολούθησε μία σειρά διερωτήσεων που προέκυψαν ως αποτέλεσμα αυτής. Η ανακαίνιση των ισογείων παίρνει σχεδόν πάντα την ίδια μορφή, παράγοντας ένα είδος ομοιογένειας στο αστικό μέτωπο. Η αλλαγή που αποκαλύπτει ότι λαμβάνει χώρα μία ανακαίνιση και πως, μάλλον, ο υπάρχων χώρος θα λάβει νέα χρήση, είναι αυτή της όψης. Ποιο είναι, εν τέλει, το κατεξοχήν χαρακτηριστικό που καθιστά τα νέα ισόγεια κατοικίες και γιατί;
Τέλος, τι κοινωνικές πρακτικές παράγει σε μία επαρχιακή πόλη, όπως αυτή του Βόλου, μία τέτοια αλλαγή; Οι επιπτώσεις στα δίκτυα σχέσεων που χρόνια υφαίνονται χάρη στα ισόγεια καταστήματα, τα τοπικά μαγαζιά και τους μικρούς ιδιοκτήτες θα φανούν εν καιρώ. Οι πρακτικές γειτνίασης τίθενται υπό αμφισβήτηση, όπως και η αμφίσημη ταυτότητα του καταστήματος που «ανοίγει» προς τον δρόμο, θολώνοντας τα όριά του με αυτόν.