Η εν λόγω ερευνητική εργασία ασχολείται με την έννοια του κατωφλιού στην αρχιτεκτονική. Η υπόστασή του κατωφλιού ως χώρος φαίνεται να συνδέεται στενά με έννοιες όπως αυτή του ορίου/συνόρου καθώς επίσης και την έννοια του ενδιάμεσου χώρου. Με την ταυτότητά του κατωφλιού να μην ταυτίζεται με καμία από τις εκατέρωθεν ποιότητες χώρων αλλά αντιθέτως με το ίδιο να λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα τους, το κατώφλι φαίνεται να υιοθετεί τον ρόλο ενός παρατεταμένου και κατοικήσιμου συνόρου, φορτωμένο με μία σειρά καθημερινών πρακτικών και επιτελέσεων. Με την διττή φύση του και την λειτουργία του ως «διακόπτης» ανάμεσα σε ετερόκλητες συνθήκες, δημιουργείται το καίριο ερώτημα του πως το ίδιο καθίσταται διαχειριστής αυτής της αμφίδρομης σχέσης καθώς και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που εκδηλώνουν αυτή του την υπόσταση. Προκειμένου να διερευνηθεί το ζήτημα αυτό, η έρευνα εστιάζει περισσότερο, όπως το χαρακτηρίζει και ο Herman Hertzberger, στο «κατεξοχήν κατώφλι», στην είσοδο του σπιτιού. Με απώτερο σκοπό την κατανόηση και την αντίληψη της αξίας του, το κατώφλι όσο και η πρακτική της διάβασης του διέπονται μία διαδικασία αποδόμησης. Από αυτήν αναδύεται ο επιμέρους εξοπλισμός και τα χαρακτηριστικά του κατωφλιού, τα οποία στα πλαίσια της αυτής της εργασίας ορίζονται ως το «συντακτικό αντικειμένων»του. Έπειτα, η αναγνώριση του κατωφλιού ως δίοδο της πόλης προς το ιδιωτικό της κατοικίας, εγείρει αντίστοιχα μία σειρά από ερωτήματα σχετικά με την μεθοριακή αυτή σχέση στην οποία το κατώφλι καλείται να λειτουργεί ως αμφίδρομο όριο. Το ερώτημα αυτή την φορά μετατίθεται στην αλληλεπίδραση και στην κρίσιμη για την αρχιτεκτονική, σχέση ανάμεσα στο μέσα/έξω ή διαφορετικά στο οικείο και το αστικό. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται μία ανάγνωση των χωρικών και μορφολογικών γνωρισμάτων των διαφόρων κατωφλιών που συναντώνται στην πόλη, προκειμένου να διερευνηθεί το κρίσιμο αυτό σημείο της ταυτόχρονης ένωσης αλλά και τομής.