Το θέμα της διπλωματικής εργασίας επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός συγκροτήματος κατοικιών με χαρακτηριστικά συλλογικής κατοίκησης το οποίο απευθύνεται σε ανθρώπους που εργάζονται εξ αποστάσεως (remote working). Ως περιοχή μελέτης έχει επιλεγεί το ανενεργό συγκρότημα του «Οινοπνεύματος». Πρόκειται για το οικόπεδο που στέγαζε το πρώην εργοστάσιο της Ανώνυμης Θεσσαλικής Οινοπνευματικής Εταιρείας.
Το εν λόγω συγκρότημα βρίσκεται στη συνοικία των Αγίων Αναργύρων του Βόλου. Περικλείεται από τις οδούς Οικονόμου και Ιερολοχιτών (Βόρεια), Άστιγγος (Ανατολικά), Κολοκοτρώνη (Νότια) και Παπαδιαμαντοπούλου (Δυτικά) και καλύπτει μια τετραγωνική έκταση 33 στρεμμάτων αποτελώντας ίσως, τη μεγαλύτερη ελεύθερη έκταση της πόλης του Βόλου.
Το εργοστάσιο ξεκίνησε να χτίζεται το 1919 ενώ η πρώτη φάση κατασκευής του ολοκληρώθηκε το 1922. Η τοποθεσία θεωρήθηκε κατάλληλη να φιλοξενήσει ένα τέτοιο βιομηχανικό συγκρότημα, καθώς εκείνη την περίοδο η περιοχή αυτή δεν ήταν κατοικημένη, ενώ καίριο ρόλο έπαιξαν οι ελάχιστες αποστάσεις από το σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι, διευκολύνοντας έτσι το εμπόριο
Το 1976, καθώς η περιοχή πια είχε κατοικηθεί και ενταχθεί στον αστικό ιστό της πόλης, το εργοστάσιο άρχισε να αποτελεί πρόβλημα για τους κατοίκους. Οι διαμαρτυρίες, τόσο για τη φασαρία όσο κυρίως για την ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλούσε, είχαν ως αποτέλεσμα το εργοστάσιο να κλείσει οριστικά το 1977. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί καμία λύση ως προς την αξιοποίησή του, αυτό έχει ως αποτέλεσμα το εργοστασιακό συγκρότημα παραδοθεί στο έλεος του χρόνου, των καιρικών συνθηκών και, κυρίως του πιο καταστροφικού παράγοντα, του ανθρώπου.
Κρίνοντας πως είναι υποχρέωση μας απέναντι στην κληρονομιά και την ιστορία του τόπου, να διασώζονται και να ξαναζωντανεύουν σημαντικά κτίρια που αποτελούν την ταυτότητα του, επιλέγεται η επανάχρηση των κτιρίων του συγκροτήματος (όπου αυτό είναι εφικτό) για τη δημιουργία μιας μικρής μονάδας παραγωγής τροφίμων που θα αποτελεί μέρος του συγκροτήματος κατοικιών.