Η πόλη έχει θεωρηθεί από πολλούς ερευνητές και θεωρητικούς ως ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχώς μεταβάλλεται και εξελίσσεται, αφήνοντας ίχνη στο πέρασμα του χρόνου τα οποία είναι ορατά, τόσο σε υλικό όσο και σε νοητικό επίπεδο. Όπως ένας οργανισμός, έτσι και το αστικό περιβάλλον μεταλλάσσεται ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων του, οι οποίες επηρεάζουν έμμεσα και άμεσα τη μορφή της πόλης. Κτιριολογικά και μορφολογικά, το αστικό περιβάλλον είναι μια υλική αντανάκλαση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών στοιχείων σε χωρικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Το αστικό περιβάλλον, επίσης, αποτελείται από ένα σύνολο αστικών ορίων και συνόρων, με τον τρόπο που τα ορίζει ο επιστήμονας Gould (2007) στις φυσικές επιστήμες. Τα όρια και τα σύνορα συνυπάρχουν, διαχωρίζουν, συνδέουν, ενώνουν, συγκρούονται και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση των κοινωνικών σχέσεων, και γενικότερα της κοινωνίας, καθώς είναι οι βασικές έννοιες, σύμφωνα με τις οποίες καθορίζεται και χωροθετείται τόσο η δημόσια όσο και η ιδιωτική σφαίρα της πόλης. Έτσι, ανάλογα με τη δυναμική του ορίου και του συνόρου η πόλη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως Ανοιχτό Σύστημα είτε ως Κλειστό Σύστημα.
Με αφετηρία τις παραπάνω αντιλήψεις για το αστικό περιβάλλον, σύμφωνα με τον Sendra (2020) ο ρόλος του αρχιτέκτονα είναι ιδιαίτερης σημασίας, καθώς ο τρόπος με τον οποίο σχεδίαζει-επεμβαίνει στο αστικό περιβάλλον επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τις κοινωνικές σχέσεις των πολιτών. Οφείλει να λειτουργεί ως μεσολαβητής, δηλαδή να εντοπίζει, να καταγράφει, να μεταφράζει, και τέλος να εκφράζει χωρικά τις ανάγκες και τις επιθυμίες των πολιτών, τόσο στην κλίμακα της γειτονιάς, όσο και στην κλίμακα της πόλης. Με λίγα λόγια, οφείλει να σέβεται τα όρια, δηλαδή την ιδιωτικότητα των πολιτών και ταυτοχρόνως να προτείνει σύνορα, με την έννοια των πεδίων συνάντησης και αλληλεπίδρασης των πολιτών, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.
Το πεδίο μελέτης της παρούσας διπλωματικής διατριβής είναι ο πεζόδρομος της Ερμού στο κέντρο της πόλης του Βόλου και το πεδίο της σχεδιαστικής πρότασης το δυτικό τμήμα της το οποίο παρουσιάζει σημάδια εγκατάλειψης και υποβάθμισης. Βασικός στόχος της διατριβής είναι οι σχεδιαστικές προτάσεις να αποτελέσουν τους χώρους συνάντησης / συνεύρεσης / αλληλεπίδρασης των πολιτών. Για το σκοπό αυτό, η αρχιτεκτονική ομάδα σε πρώτο στάδιο κατέγραψε μέσω πολυεπίπεδων χαρτών και φωτογραφικού υλικού την υπό μελέτη περιοχή και εντόπισε τους ανενεργούς χώρους. Στη συνέχεια πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα μέσω ερωτηματολογίου για να καταγράψει τις απόψεις, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των χρηστών του πεζόδρομου. Στο επόμενο στάδιο, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας, προτείνει τον επανασχεδιασμό της γειτονιάς με γνώμονα τις επιθυμίες των χρηστών του.
Η παρούσα διπλωματική διατριβή, αφορά την εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος που έχει ως βασικό στόχο την αξιοποίηση και ενεργοποίηση του δυτικού τμήματος της Ερμού στο κέντρο της πόλης του Βόλου, μέσω της μετατροπής επιλεγμένων κενών χώρων σε κοινούς χώρους. Σύμφωνα με την σχεδιαστική πρόταση, οι χώροι αυτοί προορίζονται για συλλογική χρήση, δημιουργώντας ένα Δίκτυο Κοινών Χώρων, το οποίο φιλοξενεί συλλογικές δράσεις και απευθύνεται στους κατοίκους και μη της γειτονιάς, τους χρήστες του πεζόδρομου και γενικότερα της πόλης. Το αποτέλεσμα που προκύπτει αποτελεί μία εναλλακτική πρόταση της γειτονιάς και γενικότερα της πόλης ως τόπο συνάντησης και αλληλεπίδρασης των κατοίκων της και των χρηστών της.