Στην παρούσα ερευνητική εργασία, μελετάται μια αλλιώτικη παιδική χαρά, ένας χώρος παιχνιδιού αποτελούμενος από εργαλεία και άχρηστα αντικείμενα, στον οποίο τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα στο ανέμελο, αδόμητο παιχνίδι με τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς. Αυτή η υποδομή συντέθηκε για πρώτη φορά στα ερείπια των βομβαρδισμένων τοπίων της Δανίας κατά τη Γερμανική κατοχή και σύντομα εξαπλώθηκε σε πολλές ακόμη χώρες.
Αφού προσεγγιστεί θεωρητικά ο όρος του παιχνιδιού και ο χώρος που το πλαισιώνει, ερευνάται στη συνέχεια, πώς το παιχνίδι που διαδραματιζόταν ανεξέλεγκτο στο δημόσιο χώρο του αστικού τοπίου ως τον 19ο αιώνα, εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στα πλαίσια της παιδικής χαράς. Εμβάθυνση γίνεται στο μοντέλο της παιδικής χαράς περιπέτειας και την εξέλιξή της με την πάροδο του χρόνου. Αναλύονται τόσο οι δυσκολίες που προκύπτουν, όσο και η αποτελεσματικότητα της, κατά περίπτωση, σε διάφορους τομείς και σε σύγκριση με τις συμβατικές παιδικές χαρές. Θίγονται θεωρητικές έννοιες γύρω από την παιδική χαρά περιπέτειας, όπως η ευκαιρία στο αδόμητο παιχνίδι, το ρίσκο, την περιπέτεια και τη δυνατότητα να οικειοποιείται κανείς και να μπορεί να μεταβάλλει το περιβάλλον γύρω του.
Σκοπός αυτής της ερευνητικής εργασίας είναι η περεταίρω διερεύνηση και ανάδειξη της παιδικής χαράς περιπέτειας ως μια νέα προσέγγιση, βασισμένη στο παρελθόν. Εξετάζεται αν θα μπορούσε να λειτουργήσει πράγματι με επιτυχία και να αντικαταστήσει τις ήδη υπάρχουσες παιδικές χαρές σε πολυπληθή αστικά κέντρα. Τέλος, μελετάται η προοπτική αναδιαμόρφωσης-επαναπροσδιορισμού του χώρου παιχνιδιού και του ρόλου του αρχιτέκτονα σε αυτή τη διαδικασία.